Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΦΑΚΕΛΟΣ: ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. ΙΙ. Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Περιφερειακή Ανάπτυξη

Αναδημοσίευση από www.researchgate.net


Γρηγόριος Γκίκας και Αλίνα Χυζ
ΤΕΙ Ηπείρου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εργασία διερευνά την πρόσφατη κρίση που προκλήθηκε σε πολλά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας καθώς και τα προβλήματα που χρονίζουν και χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Το πιο βασικό από αυτά αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η χωροθέτηση σχολών και τμημάτων υπήρξε αποσπασματική, κατακερματισμένη, χωρίς σαφή προγραμματισμό και ρητούς ακαδημαϊκούς στόχους. Συχνά οι ανάγκες των τοπικών κοινωνιών σε μικροοικονομικό και πολιτικό επίπεδο βάρυναν περισσότερο από την διασφάλιση της ακαδημαϊκής προόδου και εξέλιξης των Ιδρυμάτων που αυτές φιλοξενούσαν.
Η σημασία των ιδρυμάτων αυτών είναι εξαιρετικά μεγάλη για την περιφερειακή ανάπτυξη, αλλά για λόγους όλως διόλου διαφορετικούς από εκείνους που οι προηγούμενες πρακτικές εξυπηρέτησαν. Είναι σοβαρό λάθος να αντιμετωπίζεται το εκπαιδευτικό ίδρυμα ως πρωτογενές μέγεθος ανάπτυξης, να μετριέται δηλαδή μόνο το άμεσο υλικό αποτέλεσμα της λειτουργίας του με το πόσα χρήματα εισρέουν στην περιοχή. Αν ένα περιφερειακό ίδρυμα πρέπει να στηρίξει αναπτυξιακά την χώρα στις πιο ευαίσθητες περιοχές της, που είναι οι απομακρυσμένες γεωγραφικά από το κέντρο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ενίσχυση και την πρόταξη σε κάθε στρατηγική του βασικού του ρόλου, που είναι ερευνητικός και εκπαιδευτικός.


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας, υπό το βάρος της επικείμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προωθείται από την κυβέρνηση, αλλά και των έντονων αντιπαραθέσεων που έχουν ξεσπάσει σε σχέση με τις επιχειρούμενες αλλαγές αλλά και τη δεδομένη μείωση των εισακτέων στις σχολές τις περιφέρειας, τα ζητήματα που αναλύουμε παρακάτω τίθενται με τρόπο επιτακτικό. Η συζήτηση επικεντρώνεται στο χαρακτήρα και τη μορφή των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του μέλλοντος, στους στόχους και τις στρατηγικές τους, αλλά στο ρόλο που μπορούν να παίξουν σε περιφερειακό επίπεδο.
Στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές οικονομίες, οι περιοριστικοί παράγοντες της ανάπτυξης δεν είναι πια το έδαφος, η εργασία και το κεφάλαιο. Ο περιοριστικός παράγοντας είναι η πληροφορία, η ανθρώπινη γνώση, το ανθρώπινο κεφάλαιο. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, όμως, δεν είναι δώρο της φύσης, όπως συμβαίνει με τους φυσικούς πόρους. Το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι αποτέλεσμα σοβαρών επενδύσεων στην εκπαίδευση και παιδεία. εν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες δαπανούν μεγάλο ποσοστό του υψηλού εθνικού εισοδήματός τους για την εκπαίδευση. Σύμφωνα με την κοινή εκτίμηση των οικονομικών αναλυτών, τα κεφάλαια που επενδύει η κάθε χώρα σήμερα στη γνώση, στην έρευνα και στην καινοτομία θα της επιστραφούν στο μέλλον πολλαπλώς. Η εμπειρία άλλων χωρών, των τελευταίων τουλάχιστον είκοσι χρόνων, επιβεβαιώνει ότι στο στίβο του παγκόσμιου ανταγωνισμού κερδίζει αυτός που διαθέτει το πιο ικανό και πιο έξυπνο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτή η διαπίστωση αφορά ιδιαίτερα μια μικρή οικονομία όπου η ανάπτυξη της γνώσης και της εξειδίκευσης είναι ίσως ο μόνος σίγουρος παράγοντας που μπορεί να δημιουργήσει συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Ο γενικότερος αναπτυξιακός ρόλος της ανώτατης παιδείας ή της παιδείας σε όλες της βαθμίδες της είναι αναμφισβήτητος και κοινά αποδεκτός. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ίδρυση περιφερειακών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με σκοπό την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων { Παπαηλίας Θ. ( 2005), Εκπαίδευση σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Ερμηνεία της σύγκρουσης στο χώρο της παιδείας, Εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα.}. Στην Ελλάδα, για πολλές δεκαετίες, υπήρξε ένας συγκεντρωτισμός της παιδείας στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η ίδρυση των πρώτων περιφερειακών ΑΕΙ ξεκίνησε στη δεκαετία του 60 στην Πάτρα και τα Ιωάννινα. Θα ακολουθήσουν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 τα Πανεπιστήμια Θράκης και Κρήτης, τα οποία εισήγαγαν για πρώτη φορά και τη λειτουργία Πανεπιστημίου με τμήματα σε περισσότερες από μία πόλεις.
Η ίδρυση περιφερειακών ανώτατων ιδρυμάτων στη χώρα μας - πέρα από τη σημαντική συμβολή τους στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών - ικανοποιεί και ένα αίτημα ισότητας ευκαιριών. Έχει υποστηριχθεί ότι η ίδρυσή τους έγινε για λόγους τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης, ως μέτρο αύξησης της κοινωνικής δικαιοσύνης σχετικά με την ανακατανομή πόρων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, για εθνικούς λόγους, εκπαιδευτικούς, αλλά και για πολιτικές σκοπιμότητες και τοπικιστικές επιδιώξεις, ενώ έντονος είναι ο προβληματισμός για τη έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού στην ίδρυση και λειτουργία τους { Βλ. Λ. Λαμπριανίδης, Περιφερειακά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παρατηρητής, σελ. 83-120}.
Από την παγκόσμια εμπειρία, υπάρχουν πολλά παραδείγματα { G. Boucher, C. Conway, E. Van der Meer, “The Role of Universities in the Development of Less Favoured Regions”, Regional Studies Association International Conference, 15th – 18th September 2001, City of Gdansk, Poland.} προσπάθειας κατανομής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 50 και το 60 (όπως έχει γίνει λ.χ. στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία και στη Φινλανδία και στη δεκαετία του 80 στην Ισπανία). Τα επιχειρήματα σε αυτή την πρακτική ήταν η ισότητα ευκαιριών, η ισότητα στη διανομή κονδυλίων στην επικράτεια, αλλά και στην παραγωγή ικανού ανθρώπινου δυναμικού σε όλη την επικράτεια. Φυσικά, η αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανεξαρτησία και την ισχύ των περιφερειακών διοικήσεων. Στην περίπτωση της Γερμανίας, όπου έχουμε ισχυρή ομοσπονδιακή οργάνωση, το σύστημα λειτουργεί καλύτερα, με τις ομόσπονδες κυβερνήσεις να έχουν ενεργό ρόλο (σχεδιαστικό, χρηματοδοτικό κλπ.). Αντίθετα, στην Ελλάδα, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία ο σχεδιασμός γίνεται σε κεντρικό επίπεδο.
Η πιο πάνω πραγματικότητα αντανακλάται και σε επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης. Στις χώρες όπου τα σημαντικότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα βρίσκονται στη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, η ερευνητική δραστηριότητα είναι αντίστοιχα επικεντρωμένη. Αυτό είναι το παράδειγμα της Ιρλανδίας, της Ελλάδας, της Φινλανδίας και ως ένα σημείο της Ισπανίας και της Μ. Βρετανίας. Μόνο η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστραλία έχουν περισσότερο ισορροπημένη διανομή ερευνητικών κονδυλίων.
Η σημασία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έγκειται στο ότι παράγουν γνώση και προκειμένου οι περιφέρειες να είναι ανταγωνιστικές, χρειάζεται να κινηθούν με την λογική επιχειρήσεων έντασης γνώσης: συνεχής ανάπτυξη, νέες ιδέες, παραγωγή γνώσης και οργανωσιακή μάθηση.
Έρευνες σχετικά με τις οικονομικά επιτυχημένες περιφέρειες υποδεικνύουν ότι η επιτυχία τους εξαρτάται από αυτό που ονομάζεται «θεσμική πυκνότητα» (institutional thickness)  {G. Boucher, C. Conway, E. Van der Meer, ο.π. }όπου παρατηρείται αυξημένος αριθμός θεσμών και οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και προώθηση της γνώσης. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα εξ ορισμού εντάσσονται σε αυτές τις οργανώσεις.

2. Ο ρόλος της ανώτατης εκπαίδευσης στην περιφερειακή ανάπτυξη
Ο ρόλος ενός Τριτοβάθμιου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην περιφερειακή ανάπτυξη συντίθεται από και αντανακλάται πάνω σε τέσσερις κεντρικούς άξονες διαμορφώνοντας με βάση αυτούς και το πλαίσιο δράσης του. Ο πρώτος άξονας («διάσταση» του ρόλου) είναι αυτός του «οικονομικού πολλαπλασιαστή». Το Τριτοβάθμιο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα είναι εργοδότης, φορολογούμενος, αγοραστής προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και πόλος έλξης νέων ανθρώπων – φοιτητών που είναι, επίσης, καταναλωτές. Η συγκέντρωση στις περιοχές αυτές φοιτητικού και διδακτικού δυναμικού αναμένεται να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση και να τονώσει μια σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως την αγορά κατοικιών, τροφίμων, ενδυμάτων και άλλων υπηρεσιών με έμμεσες επιδράσεις και σε άλλους παραγωγικούς κλάδους. Τα εισοδηματικά αυτά αποτελέσματα λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό άμεσα και δεδομένου ότι δρουν πολλαπλασιαστικά μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση του συνολικού εισοδήματος της περιοχής. Εάν λοιπόν θέλουμε να εξετάσουμε πλήρως τις οικονομικές επιπτώσεις ενός Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην τοπική οικονομία θα έπρεπε να πάρουμε υπόψη μας το σύνολο των άμεσων και έμμεσων αποτελεσμάτων από την λειτουργία του. Οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις των περιφερειακών ΑΕΙ στην τοπική οικονομία αφορούν τις δαπάνες που γίνονται στην περιοχή εξαιτίας της λειτουργίας του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Οι δαπάνες αυτές γίνονται από τους φοιτητές, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους διδάσκοντες καθώς και από το ίδιο το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Οι δαπάνες αυτές ταυτίζονται με τα εισοδήματα αυτών που τις εισπράττουν και ως αποτέλεσμα έχουμε αύξηση του εισοδήματος στην περιοχή. Οι έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις αφορούν τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα { Βλ. Γκίκας Γρ., Χυζ Α.., «Ο Αναπτυξιακός Ρόλος των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε Τοπικό και Περιφερειακό Επίπεδο», Εκδόσεις Σμπίλιας Σύγγραμμα, σελ.53-66} και θα μπορούμε να τα ορίσουμε ως αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης στην περιοχή λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Ο δεύτερος άξονας είναι αυτός του «παραγωγού συστηματοποιημένης γνώσης» και αφορά σε θέματα μεταφοράς τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, πνευματικής ιδιοκτησίας κ.ά. Ο τρίτος άξονας είναι αυτός του «διαμορφωτή του ανθρώπινου δυναμικού» και σχετίζεται με την προσέλκυση και εκπαίδευση των φοιτητών με στόχο τη δημιουργία ανθρώπινου δυναμικού υψηλού επιπέδου για τους φορείς και τις επιχειρήσεις της περιοχής. Ο τέταρτος άξονας αναφέρεται στη συμμετοχή του Ιδρύματος σε δίκτυα και δραστηριότητες εκπαιδευτικού, πολιτιστικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος καθιστώντας το βασικό «θεσμικό παίκτη σε δίκτυα» (βλ. σχήμα 3).
Οι δύο πρώτοι
Σχήμα 3: Η «πολυδιάσταση» του ρόλου ενός Τριτοβάθμιου Εκπαιδευτικού
Ιδρύματος στην περιφερειακή ανάπτυξη.
άξονες–διαστάσεις αντανακλούν κυρίως την οικονομική συμβολή του Τριτοβάθμιου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, ενώ οι δύο τελευταίοι την κοινωνικο-πολιτισμική συμβολή στην περιοχή όπου λειτουργεί.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι χειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπερεκτιμηθεί ο ρόλος των Τριτοβάθμιων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών, αλλά να δοθεί η πρέπουσα έμφαση στον κοινωνικό και πολιτισμικό ρόλο τους. Αν και η οικονομική ώθηση που επιτυγχάνεται είναι αδιαμφισβήτητη, η απορρόφηση από τις άμεσες εισροές, κατά το πλείστον, αφορά στον τομέα των υπηρεσιών και είναι αμφίβολο το κατά πόσο αυτές αξιοποιούνται και πώς, και από τους άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας ώστε να αποτελέσουν και μοχλό ανάπτυξης της περιοχής. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο να συντελεί το Τριτοβάθμιο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα στη διαστρέβλωση της ανάπτυξης της περιφέρειας ή, τουλάχιστον, να μην ευνοεί την ορθολογική ανάπτυξή της {Πρβλ. Γ. Παπακωνσταντίνου, Προσφορά και Ζήτηση Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σελ. 203.} . Για τον παραπάνω λόγο, θα πρέπει η διερεύνηση να γίνεται σε συνάρτηση μιας σειράς παραγόντων που θέτουν σε αντιπαραβολή την οικονομική με την κοινωνικο-πολιτισμική συμβολή κάνοντας μια πολύ προσεκτική ανάγνωση των συντελούμενων μεταβολών και ερμηνεύοντας τα ποσοτικά σε συνάρτηση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μεταβολών αυτών.
Έτσι, θα μπορούσαμε να δούμε ότι η κοινωνική και πολιτισμική συμβολή αντανακλάται σε αλλαγές που συντελούνται: α) στην πολιτική ζωή ενός τόπου, με έμφαση το δημόσιο λόγο σχετικά με θέματα όπως, δικαιωμάτων, περιβάλλοντος, ισότητας των δύο φύλλων, β) στις πολιτιστικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται, και γ) στην εργασία, όσον αφορά, κυρίως, σε επίπεδο ανθρωπίνων πόρων και ποιότητας της εργασίας. Πιο αναλυτικά, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Περιφέρεια Ηπείρου, οι διαπιστώσεις που μπορούν να γίνουν είναι ότι σε:
i. Πολιτικό επίπεδο
Η ενσωμάτωση ενός ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην καθημερινή ζωή μιας επαρχιακής πόλης επηρεάζει πολύπλευρα την πολιτική ζωή και ειδικότερα την ατζέντα των θεμάτων που κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο. Ο πολιτικός λόγος και κυρίως η θεματολογία του στην περιφέρεια της Ηπείρου μεταβλήθηκε ριζικά την τελευταία δεκαετία κυρίως υπό το βάρος δύο σημαντικών εξελίξεων που σχετίζονται με την ίδρυση μιας σειράς νέων τμημάτων Τ.Ε.Ι. και Α.Ε.Ι.: {Από το 1993 και μετά ιδρύονται τέσσερα (4) νέα τμήματα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με έδρα τα Ιωάννινα, ενώ από το 1997 και στα πλαίσια της εκπαιδευτικής πολιτικής που υιοθετήθηκε, ο αριθμός των εισακτέων στο σύνολο των τμημάτων αυξήθηκε. Το Τ.Ε.Ι. Ηπείρου ιδρύθηκε το 1994. Η διοικητική του έδρα βρίσκεται στην Άρτα και διαθέτει 13 τμήματα εκ τω οποίων τρία (3) στα Ιωάννινα, πέντε (5) στην Άρτα, τρία (3) στην Ηγουμενίτσα και δύο (2) στην Πρέβεζα}
1. Ένας μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων – φοιτητών με αυξημένη ευαισθησία σε ειδικότερα θέματα (παιδεία, περιβάλλον, δικαιώματα) ενσωματώθηκε στον αστικό ιστό των τεσσάρων (4) πόλεων (Ιωάννινα, Άρτα, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα). Η ενσωμάτωση αυτή, είτε εκφρασμένη μέσα από καθαρά πολιτικές δράσεις (σπουδαστικός συνδικαλισμός, συμμετοχή σε κομματικές νεολαίες, συμμετοχή σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κ.α.), είτε συσχετισμένη με την ανάπτυξη γόνιμων συζητήσεων και συνεισφορά ιδεών σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, οδηγεί αναπότρεπτα σε συνολική αλλαγή των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς σε επίπεδο πολιτικής.
2. Ο πολιτικός λόγος εμπλουτίσθηκε χάρη στην εμφάνιση ανθρώπων (φοιτητών, αλλά και εκπαιδευτικού προσωπικού) υψηλού σχετικά μορφωτικού επιπέδου, οι οποίοι συνεισέφεραν στην πολιτική με τις απόψεις τους ή δημιούργησαν νέες δομές και εκφράσεις πολιτικής δράσης.
Μια σειρά από νέα θέματα προστέθηκαν, υπό την επίδραση και των νέων τμημάτων στην περιφερειακή πολιτική ατζέντα, όπως θέματα που άπτονται: α) το περιβάλλον, με διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών και πλαισίου δημόσιου διαλόγου αλλά και δράσεις σχετικά με την προστασία του, ειδικά σε μία περιοχή με σημαντικά οικοσυστήματα, όπως είναι ο υδροβιότοπος του Αμβρακικού και ο ορεινός όγκος της Πίνδου, β) τη θέση της γυναίκας, όπου σε μία κοινωνία μέχρι πρότινος δομημένη με βάση παραδοσιακά-ανδροκρατικά στερεότυπα αρχίζει να αναβαθμίζεται, γ) την ανεργία, αλλά και τις εργασιακές σχέσεις, ζητήματα που αρχίζουν να τίθονται με ένταση διεκδικώντας αποφάσεις προς επίλυση, καθώς και άλλα ζητήματα όπως ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου, μετανάστευση, πολιτισμός κ.ο.κ.
ii. Πολιτιστικό επίπεδο
Η εμφάνιση μεγάλου αριθμού νέων, με ευαισθησίες και ενδιαφέροντα διαφορετικά από τα συνήθη, επιδρά στην παραγωγή πολιτισμού, αλλά και στη ζήτηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Ο αριθμός και η δραστηριότητα των πολιτιστικών συλλόγων, των κινηματογραφικών και θεατρικών ομάδων, των ραδιοφωνικών εκπομπών και των μουσικών σχημάτων έχει αυξηθεί σημαντικά. Ωστόσο, είναι σαφές ότι μένουν πολλά ακόμα βήματα που χρειάζεται να γίνουν και στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη η ενεργή ανάμειξη των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της περιοχής.
iii. Εργασία
Ο χώρος της εργασίας είναι ένα πεδίο, το οποίο κατεξοχήν επηρεάζεται από την εκπαίδευση. Η δημιουργία των νέων τμημάτων στην εν λόγω περιφέρεια έχει επιδράσει σημαντικά στην αλλαγή των δεδομένων στην αγορά εργασίας σε επίπεδο πόλης και νομού, με μια σειρά από διαφορετικούς τρόπους.
Πρώτα από όλα, η εμφάνιση ενός νέου σε ηλικία και με εξειδικευμένες γνώσεις εργατικού δυναμικού είναι σε θέση να δώσει την απαραίτητη ώθηση για αύξηση των επενδύσεων. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την επίδραση των νέων τμημάτων χάρη στην αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι η στέγαση, η εστίαση ή το εμπόριο. Τέλος, τα ίδια τα νέα τμήματα προσφέρουν πολλά στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας, μέσα από δράσεις που προωθούν και περιλαμβάνουν προγράμματα κατάρτισης, έρευνα, εκδηλώσεις κ.α.
Η λειτουργία ενός περιφερειακού ανώτατου ιδρύματος, έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στην άμεση βελτίωση κάποιων οικονομικών μεγεθών αλλά και στην κοινωνική δομή της περιοχής{ McMahon W.,( 1999), Education and Development: Measuring the Social Benefits, Oxford University Press, New York.}. Έχει επίσης μακροχρόνια αναπτυξιακά αποτελέσματα μέσω της αύξησης της προσφοράς εξειδικευμένων υπηρεσιών στην περιοχή και τη δημιουργία ικανότερου και πιο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Άρα τα κυριότερα σημεία συνάντησης του πανεπιστημίου με την τοπική οικονομία είναι τα εξής:
 η αγορά εργασίας και η απασχόληση των αποφοίτων  η ανάπτυξη της τοπικής – περιφερειακής οικονομίας, όπου εδρεύει το πανεπιστήμιο
 η μείωση της εσωτερικής μετανάστευσης και η συγκράτηση του επιστημονικού προσωπικού  τα έξοδα λειτουργίας των ιδρυμάτων ως αποδοτική επένδυση
 τα κονδύλια που υπάρχουν για την έρευνα και τεχνολογία και τα αποτελέσματα των ερευνών και ανάπτυξης της τεχνολογίας.  την αύξηση της παραγωγικότητας,  τη καλλιέργεια νέας αντίληψης για την οικονομική συμπεριφορά του πολίτη, την ανάπτυξη και την αποκέντρωση της περιφέρειας καθώς και  την ισόρροπη κατανομή ανθρώπων και δραστηριοτήτων εντός του ελλαδικού χώρου { Βλέπε μεταξύ άλλων: Γ. Πανούσης,( 1991), Η Ανύπαρκτη συμβολή των ελληνικών Πανεπιστημίων στην οικονομία. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου Θράκης, Οικονομικός Ταχυδρόμος }.
Με βάση όμως τη διεθνή εμπειρία οι οικονομικές συνέπειες στην τοπική οικονομία από τη λειτουργία των περιφερειακών ιδρυμάτων στον ελληνικό χώρο δεν είναι τόσο σημαντικές όσο θα ανάμενε κανείς. Οι μελέτες που έγιναν σε ορισμένες πόλεις της Αγγλίας έδειξαν ότι τα πανεπιστήμια συνεισφέρουν περίπου το 45% του συνολικού εισοδήματος των πόλεων που εδρεύουν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερα και αυτό οφείλεται στη μεγάλη κινητικότητα τόσο των φοιτητών όσο και των διδασκόντων κατά όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ως αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας ένα σημαντικό ποσοστό του συνόλου των δαπανών τους οδηγείται έξω από την τοπική οικονομία. Η κινητικότητα αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη μικρότερη  είναι η πόλη όπου εδρεύει το πανεπιστήμιο και όσο μικρότερη είναι η πανεπιστημιακή κοινότητα.
στην περιορισμένη τοπική αγορά, εξαιτίας της οποίας ένα σημαντικό μέρος των δαπανών του πανεπιστημίου όπως επίσης των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας αναγκαστικά δεν πραγματοποιείται στην περιοχή {Λαμπριανίδης, Λ., Περιφερειακά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παρατηρητής, σελ. 228-230}.
Πέρα όμως από την οικονομική σημασία των περιφερειακών ιδρυμάτων σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός σκοπός ενός ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του περιφερειακού είναι ερευνητικός και εκπαιδευτικός. Για αυτό το λόγο η ίδρυση περιφερειακών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο ως πρωτογενές μέγεθος για την ανάπτυξη μιας περιοχής { Hyz A., Gikas G., (2006), Human Capital as the main factor of Evolution and Trends of Regional Development – Case of Greece, XXIV International Conference, “Education without Boundaries”, International Council for Innovation in Higher Education, Panama City, Panama, June 25-26, 2006}.
Χρειάζεται, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπερεκτιμηθεί ο ρόλος των πανεπιστημίων στην οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών και επιπρόσθετα να δοθεί έμφαση στον κοινωνικό και πολιτισμικό ρόλο των πανεπιστημίων { McMahon W.,(1999), Education and Development: Measuring the Social Benefits, Oxford University Press, New York.}. Το πανεπιστήμιο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καταλύτης για την μακροχρόνια ανάπτυξη μιας περιοχής.

3. Ορισμένες προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία των περιφερειακών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, υπάρχουν μια σειρά από θέματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου η περιφερειακή ανάπτυξη και η λειτουργία περιφερειακών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και κυρίως σε μια βιώσιμη προοπτική. Πιο συγκεκριμένα:
α) τα περιφερειακά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να αναπτύσσουν συνεκτικούς δεσμούς με το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον της περιοχής,
β) θα πρέπει να διεκδικούν πόρους και επενδύσεις από την τοπική αγορά,
γ) να διευκολύνουν την ενσωμάτωση των αποφοίτων τους στην τοπική αγορά,
δ) να συμμετέχουν ή να διοργανώνουν τοπικού ενδιαφέροντος ερευνητικά ή αναπτυξιακά έργα,
ε) να διευκολύνουν την εφαρμογή εθνικών στρατηγικών έρευνας και ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο, καθώς και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών διαθέσιμων κονδυλίων.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι συνεχίζουν να υφίστανται σημαντικά προβλήματα σε αυτήν τη σχέση αμοιβαίου συμφέροντος. Είναι σημαντικό, κάθε προσπάθεια να ξεκινάει από την αντιμετώπισή τους, ώστε να μην αποδειχθούν τροχοπέδη. Ειδικότερα, αξίζει να σημειώσουμε:
1. Τον ελλιπή περιφερειακό σχεδιασμό αλλά και τη δυσπιστία απέναντι στην καινοτομία που παρατηρούνται σε κάθε μικρή κοινωνία,
2. Τις περιορισμένες περιφερειακές οικονομικές δραστηριότητες,
3. Την εσωτερική αδυναμία να μεταλαμπαδευθεί ο κεντρικός σχεδιασμός του κάθε ιδρύματος σε σχέση με τον περιφερειακό ρόλο του στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, το οποίο μπορεί να έχει διαφορετικές επιδιώξεις,
4. Τη δυσκολία χρηματοδότησης ερευνητικών ή αναπτυξιακών δραστηριοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο,
5. Δυσκολία να συνδυαστεί το προφίλ των αποφοίτων των ιδρυμάτων με τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής οικονομίας.
Στην ελληνική επικράτεια, το σύστημα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παραμένει έντονα προσανατολισμένο σε μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα που λειτουργούν στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Από εκεί και πέρα, σε περιφερειακό επίπεδο πολύ λίγα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν κατορθώσει να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να εξελιχθούν σε αυτοδύναμες οντότητες { Σημαντικά επιτυχημένα παραδείγματα είναι αυτά του Πανεπιστημίου της Κρήτης, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι εν προκειμένω αναφερόμαστε σε πανεπιστημιακά ιδρύματα τα οποία λειτουργούν εδώ και 40 περίπου χρόνια και σε καμία περίπτωση σε νεότερες προσπάθειες}, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία συνεχίζει να αναζητεί ρόλο και προϋποθέσεις ανάπτυξης. Παράλληλα, πολύ περιορισμένη είναι και η λειτουργία  Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων στην ελληνική περιφέρεια με περιορισμένες στα δάχτυλα του ενός χεριού λαμπρές εξαιρέσεις.
Τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία αναγνωρίζονται στο σύνολο των Τριτοβάθμιων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στη χώρα μας και όχι μόνον {Έχει ήδη αναφερθεί, ότι θέματα διοικητικής αλλά και εκπαιδευτικής λειτουργίας των Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναζητούν βασικές κατευθύνσεις, διεθνώς, προκειμένου να ικανοποιηθούν επιτακτικές ανάγκες μετασχηματισμού της εκπαίδευσης στο νέο τοπίο των παγκοσμιοποιημένων οικονομιών και των κοινωνιών που βασίζονται στη γνώση}, έχουν να κάνουν: α) με την έλλειψη ουσιαστικής-πραγματικής αυτονομίας (διοικητική, οικονομική, εκπαιδευτική, σε επίπεδο σχεδιασμού και ικανοποίησης αναγκών), β) την υποχρηματοδότηση της βασικής έρευνας και τα ασφυκτικά οικονομικά πλαίσια της ακαδημαϊκής λειτουργίας, γ) τις αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των Ιδρυμάτων, δ) τις ελλείψεις σε κτιριακές, υλικοτεχνικές υποδομές και βιβλιοθήκες, ε) την αριθμητική σχέση διδακτικού και φοιτητικού πληθυσμού, στ) την αποσπασματική, απλοϊκή έως ελλιπή αντιμετώπιση του σημαντικού θέματος που άπτεται της σχέσης μεταξύ πραγματικών αναγκών εργασίας και προγραμμάτων σπουδών, ζ) την έλλειψη προγραμμάτων διά βίου εκπαίδευσης, η) τις αδυναμίες του διοικητικού μηχανισμού για την ανάπτυξη και υλοποίηση πολιτικών ενός ιδρύματος και τη λειτουργική του σχέση τόσο με τα ακαδημαϊκά εκτελεστικά όργανα όσο και με τους τοπικούς-περιφερειακούς κοινωνικούς εταίρους του Ιδρύματος.
Τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα για να συμβάλουν στην μακροχρόνια ανάπτυξη πρέπει να υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις λειτουργίας αυτών των ιδρυμάτων, κάποιοι ελάχιστοι όροι της αποτελεσματικής λειτουργίας του πανεπιστημίου, όπως για παράδειγμα στο εσωτερικό της κάθε περιφέρειας απαιτείται χωροταξική συγκέντρωση των Σχολών κατά γνωστική ενότητα. Τα Τμήματα που θα εγκαθίστανται σε μια πόλη – έδρα θα πρέπει να συγκροτούν μια ευρύτερη γνωστική πειθαρχία – ενότητα ( discipline). Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η εγκατάσταση μεμονωμένων Τμημάτων σε μια πόλη – έδρα. Η εν λόγω γνωστική ενότητα μπορεί να ταυτίζεται με την οργανωτική νομοθετημένη μονάδα της Σχολής. Ο κατακερματισμός
των Σχολών σε δύο ή περισσότερες πόλεις δεν εξυπηρετεί τους επιστημονικούς στόχους ενός ΑΕΙ.  η εξασφάλιση της ύπαρξης αρκετών τμημάτων με ειδικά αντικείμενα, τα οποία δεν προσφέρονται στα κεντρικά πανεπιστήμια ή με σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου.
 η εξασφάλιση της κινητικότητας ανθρώπων και πληροφοριών μέσω λειτουργίας σύγχρονων και πολύ καλά οργανωμένων βιβλιοθηκών και δυνατότητας διοργάνωσης και παρακολούθησης συνεδρίων).
 ύπαρξη μιας κρίσιμης μάζας φοιτητών και διδασκόντων έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ακαδημαϊκή κοινότητα.
 υψηλής ποιότητας κτιριακές εγκαταστάσεις, υποδομές και εξοπλισμός.
Μόνο εάν εκπληρωθούν αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις τo AEI μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανάπτυξη μιας περιοχής, με την έννοια ότι τοποθετεί την περιοχή σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι τα περιφερειακά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα χρειάζονται τη στήριξη της θεσμικά συγκροτημένης πολιτείας (συμπεριλαμβανομένης και της τοπικής), αλλά και αυξημένη χρηματοδότηση για να μπορούν να γίνουν ελκυστικά.
Στην προσπάθεια για την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, η χωροθέτηση των Σχολών και των Τμημάτων υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις αποσπασματική, κατακερματισμένη, χωρίς σαφή προγραμματισμό και ρητούς ακαδημαϊκούς στόχους. Καθίσταται αναγκαίος, λοιπόν, ένας εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός για τον εξορθολογισμό της χωροταξικής δομής των ΑΕΙ και τη δημιουργία στην περιφέρεια ολοκληρωμένων ακαδημαϊκών κοινοτήτων, που εξασφαλίζουν διεπιστημονικότητα – διαθεματικότητα, επενδύουν στη γνώση και τη καινοτομία.
Η πρόσφατη κρίση, που προκλήθηκε σε πολλά περιφερειακά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ της χώρας, ανέδειξε προβλήματα που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Όπως για παράδειγμα είναι ο μικρός αριθμός σπουδαστών που επιλέγουν να σπουδάσουν σε ορισμένα περιφερειακά Τμήματα.
Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, το πρόβλημα προέκυψε με την εφαρμογή της βάσης του 10.
Υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τη βάση του 10. Η πρώτη, που έχει σχέση με τη θεωρία της ολιστικής προσέγγισης του ατόμου, θεωρεί ότι το άτομο είναι πολλαπλών ικανοτήτων και δεν μπορεί να κριθεί από μία και μοναδική εξέταση.
Η δεύτερη προσέγγιση στηρίζεται στη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση και θεωρεί ότι ο νέος πρέπει να πληροί ορισμένα εχέγγυα για να σπουδάσει αποτελεσματικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί ότι το μέτρο αυτό ήταν αποσπασματικό. Ωστόσο, το πρόβλημα της μη προσέλκυσης ικανού αριθμού σπουδαστών προϋπήρχε της βάσης του δέκα, απλώς το μέτρο αυτό το ανέδειξε.
Τίθεται, λοιπόν, επιτακτικά το θέμα της βιωσιμότητας των περιφερειακών Ιδρυμάτων, ιδιαίτερα σήμερα που επίκειται η αναγνώριση των ΚΕΣ, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων βρίσκεται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα περιφερειακά ΑΕΙ προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα πρέπει να προχωρήσουν σε βελτίωση της χωροταξικής τους δομής, τη συνένωση τμημάτων με συγγενές γνωστικό αντικείμενο προκειμένου να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές δομές μέσω του χωροταξικού τους εξορθολογισμού. Όλα αυτά, όμως, μακροπρόθεσμα δεν είναι αρκετά, ιδιαίτερα για τα ΤΕΙ, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του αθέμιτου ανταγωνισμού από τα ΚΕΣ. Ενώ το περιεχόμενο των προσφερόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών των ΤΕΙ είναι υψηλό, το όνομα που έχουν, διαδραματίζει ανασταλτικό παράγοντα στη συνείδηση του μέσου πολίτη και η μετονομασία τους σε Πανεπιστήμια ίσως τα ενισχύσει.
Τα ΤΕΙ ακολούθησαν μια εξελικτική πορεία και παρά τα προβλήματα, διένυσαν ένα δύσκολο δρόμο με ελάχιστες προϋποθέσεις και πέτυχαν τα μέγιστα. Οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ καταξιώθηκαν στο ελεύθερο επάγγελμα, στις επιχειρήσεις και την κοινωνία. Επίσης, καταξιώθηκαν ακαδημαϊκά με τη συμμετοχή τους σε μεταπτυχιακές σπουδές όλων των επιπέδων στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής. Πολλά Τμήματα των ΤΕΙ υλοποιούν σήμερα με επιτυχία μεταπτυχιακά προγράμματα σε σύμπραξη με Πανεπιστήμια του εσωτερικού και εξωτερικού.
Αναπτύσσουν εκπαιδευτικές και ερευνητικές συνεργασίες σε ισότιμη βάση, με ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και έχουν πετύχει την αναγνώρισή τους στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμμετέχουν στη διαδικασία της αξιολόγησης και αξιολογούνται με τις ίδιες προϋποθέσεις που αξιολογούνται και τα Πανεπιστήμια.
Με βάση την μέχρι τώρα πορεία τους, τα ΤΕΙ μπορούν να μετονομαστούν – μετεξελιχθούν σε Πανεπιστήμια. Σε θεσμικό επίπεδο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ότι τα ΤΕΙ είναι ΑΕΙ. Ωστόσο η μετονομασία σε Πανεπιστήμια, θα οδηγήσει στην πραγματική τους ακαδημαϊκή ολοκλήρωση, δηλαδή θα αποκτήσουν τη δυνατότητα για οργάνωση αυτόνομων μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και διδακτορικών σπουδών.
Στη συζήτηση για τη δομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διατυπώνονται και απόψεις για τη συνένωση των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια. Ορισμένοι θεωρούν την πρόταση αυτή παρελκυστική και αποπροσανατολιστική και ότι έχει σαν στόχο την μη ολοκλήρωση της έκδοσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων ειδικοτήτων Μηχανικών ΤΕΙ που εκκρεμούν και τα οποία ομόφωνα εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΣΑΤΕ).
Χρειάζεται ενιαία οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης. Το σημερινό τοπίο είναι θολό και πρέπει να ξεκαθαρίσει. Είναι απαράδεκτο να υπάρχουν Τμήματα χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα.
Τα ΤΕΙ μπορούν και πρέπει να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τα Πανεπιστήμια, χωρίς ιδεοληψίες, συντεχνίες και υπεροψία εκ μέρους της Παν/κής Κοινότητας αφενός και αφετέρου χωρίς φοβίες και ανασφάλεια από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ΤΕΙ.
Επίλογος
Ο ρόλος των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην περιφερειακή ανάπτυξη στη χώρα μας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά σημαντικός. Πέρα από τις όποιες άμεσες και έμμεσες συνεισφορές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην ανάπτυξη των περιφερειών, η παροχή εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά κυρίως τεχνογνωσίας και καινοτομίας σε οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς σημαντικούς για την κάθε περιφέρεια μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα περιφερειακής ανάπτυξης και ευημερίας. Εφόσον ακολουθηθεί η ενδεδειγμένη στρατηγική, είναι σαφές ότι τα περιφερειακά ΑΕΙ έχουν πολλά να προσφέρουν σε τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα μπορούν να κερδίσουν τα ίδια μια ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό και διεθνές ακαδημαϊκό τοπίο.

Βιβλιογραφία
Boucher, G., Conway, C., Van der Meer, E., “The Role of Universities in the Development of Less Favoured Regions”, Regional Studies Association International Conference, 15th – 18th September 2001, City of Gdansk, Poland
Γκίκας Γρ., Μπιτχαβά Α.., «Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και Περιφερειακή Ανάπτυξη», Εκδόσεις Σμπίλιας Σύγγραμμα
Γκίκας Γρ., Χυζ Α.., «Ο Αναπτυξιακός Ρόλος των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε Τοπικό και Περιφερειακό Επίπεδο», Εκδόσεις Σμπίλιας Σύγγραμμα
Λαμπριανίδης, Λ., Περιφερειακά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παρατηρητής
Πανούσης, Γ.( 1991), Η Ανύπαρκτη συμβολή των ελληνικών Πανεπιστημίων στην οικονομία. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου Θράκης, Οικονομικός Ταχυδρόμος.
Παπαηλίας Θ.( 2005), Εκπαίδευση σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Ερμηνεία της σύγκρουσης στο χώρο της παιδείας, Εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα.
Παπακωνσταντίνου, Γ., Προσφορά και Ζήτηση Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002
McMahon W.,( 1999), Education and Development: Measuring the Social Benefits, Oxford University Press, New York.
Hyz A., Gikas G., (2006), Human Capital as the main factor of Evolution and Trends of Regional Development – Case of Greece, XXIV International Conference, “Education without Boundaries”, International Council for Innovation in Higher Education, Panama City, Panama, June 25-26, 2006
Χυζ, Α. , Γκίκας, Γ. (2004), Η προσφορά εξειδικευμένης εργασίας ως προσδιοριστικός παράγοντας της ανταγωνιστικότητας μιας περιφέρειας, Αρχείον Οικονομικής Ιστορίας, Ειδική Έκδοση.
Χυζ Α., (2005), «Ο Αναπτυξιακός ρόλος ενός Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, Ημερίδα Τμήματος Τηλεπληροφορικής και Διοίκησης με θέμα Εκπαίδευση – Τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, ΤΕΙ Ηπείρου, 14 Δεκεμβρίου 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιώργος Σιακαντάρης: Μεταπολιτική - Το σημερινό όνομα του παλαιού νεοφιλελευθερισμού

Αναδημοσίευση από i-eidiseis.gr  31.10.2023 Η δυτική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν απειλείται πλέον από συνταγματάρχες, πραξικοπήματα κα...