Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΦΑΚΕΛΟΣ: ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ι. "Η επίδραση του Περιφερειακού Πανεπιστήμιου στην ανάπτυξη της Περιφέρειας"




ΓΙΩΤΑ Κ. ΘΕΟΔΩΡΑ
Επίκουρη Καθηγήτρια στο  Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας - Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α.
Αρχιτέκτων Μηχανικός - Δρ. Πολεοδόμος - Χωροτάκτης, ΕΜΠ

Απόσπασμα από άρθρο-δοκίμιο με τίτλο: "Προσέγγιση των Επιδράσεων των Περιφερειακών Πανεπιστημίων στην Ανάπτυξη των Περιφερειών της Ελλάδα"


Αναδημοσίευση από Τεχνικά  Χρονικά. Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, τεύχ. 1 2010 Tech. Chron. Sci. J. TCG, I, No 1


Περίληψη
Μπορεί η συζήτηση για τη συμβολή των πανεπιστημίων στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη να έχει ξεκινήσει δεκαετίες παλιότερα, είναι όμως στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών που έχει ενταχθεί σε ένα νέο πρίσμα διερεύνησης και προβληματισμού που καθιστά απαραίτητη την επανεξέταση της σχέσης “ανώτατη εκπαίδευση - ανάπτυξη” και την τοποθέτησή της σε μια νέα βάση. Κύρια αιτία η μεταβολή που έχει υποστεί το περιεχόμενο της “ανάπτυξης” και η “ιδέα” του πανεπιστημίου, κυρίως όσον αφορά στον ρόλο του στην κοινωνία και την οικονομία. Στο πλαίσιο του γενικότερου αυτού προβληματισμού που επικρατεί σε διεθνές επίπεδο, διερευνάται : αν τα ελληνικά περιφερειακά πανεπιστήμια - όπως αυτά έχουν δημιουργηθεί, κατανεμηθεί, οργανωθεί και λειτουργούν - έχουν παίξει, και μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη των ευρύτερων περιοχών τους. Η υλοποίηση της εργασίας στηρίζεται στη μελέτη της σχετικής διεθνούς και ελληνικής βιβλιογραφίας και σε μια σειρά “ειδικών ερευνών” με πεδίο αναφοράς : α) το ελληνικό σύστημα προγραμματισμού και σχεδιασμού για τη “αναπτυξιακή”, “χωρική”, “περιφερειακή πολιτική” και τη σχέση τους με την πολιτική για την “ανώτατη εκπαίδευση”, β) το σύνολο των περιφερειακών πανεπιστημίων και των ελληνικών πόλεων.
Απόσπασμα...

4. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Σ’ αυτό το κεφάλαιο επιχειρείται η προσέγγιση των επιδράσεων των ελληνικών περιφερειακών πανεπιστημίων στην ανάπτυξη των περιφερειών της χώρας. Τα συμπεράσματα μένει να αξιολογηθούν και στην πολεοδομική κλίμακα μέσα από “μελέτες περίπτωσης”. Με βάση πάντως τα αποτελέσματα των ερευνών που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας για το σύνολο των περιφερειακών πανεπιστημίων και των πόλεων της χώρας [βλ. Κεφ. 3], φαίνεται ότι :

Στην περίπτωση της Πάτρας, του Ηρακλείου, του Βόλου αλλά και της Λάρισας, η λειτουργία των περιφερειακών πανεπιστημίων ή κάποιων τμημάτων τους μπορεί να έχει βοηθήσει στην ενδυνάμωση του ρόλου τους, δεν έχει κατορθώσει, όμως, επί της ουσίας να αποτελέσει μια αληθινή “προωθητική λειτουργία”. Κυρίως στην Πάτρα και στον Βόλο όπου τα προβλήματα στους τομείς της οικονομίας εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικά {Ε.Μ.Π., 1996 : 7.7-7.13}. Στα Ιωάννινα, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η λειτουργία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έχει καταφέρει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της εικόνας της πόλης, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην καλλιέργεια του τοπικού πληθυσμού, την αρτιότητα του πανεπιστημίου στο είδος των επιστημονικών ειδικεύσεων που προσφέρει, και στο σημαντικό χρονικό διάστημα λειτουργίας του που επιτρέπει, σε μεγάλο βαθμό, την αξιολόγηση της έως τώρα δραστηριότητάς του.

Διαφορετική είναι η κατάσταση στις πόλεις της Αλεξανδρούπολης, της Κομοτηνής και της Ξάνθης όπου - παρά την “ώθηση” από την εγκατάσταση μέρους του ΔΠΘ και από κάποια ειδικά μέτρα ενίσχυσης της τοπικής τους οικονομίας{  Μέτρα ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας μέσα από την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη των παραμεθόριων περιοχών της χώρας, την καθιέρωση ενίσχυσης των επιχειρήσεων ανάλογα με τον κλάδο που ανήκουν, μέσα από τη χρήση πιστωτικών κινήτρων και την ενίσχυση ειδικών προγραμμάτων [π.χ. για τον Έβρο], τα προγράμματα υποδομής [ΒΙ.ΠΕ., αεροδρόμια, κ.ά.], κ.ά. {Θεοδωρά, Γ., 2004 : 350-412}.- η αναπτυξιακή εικόνα των πόλεων δε φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά, σε σημείο μάλιστα που οι πόλεις να μην έχουν κατορθώσει ακόμα να αποκτήσουν την προβλεπόμενη  δυναμική. Η απουσία κατάλληλης ερευνητικής / τεχνολογικής υποδομής, ή άλλης μορφής ανώτατης ή ανώτερης εκπαίδευσης και η περιορισμένη, έως και ανύπαρκτη, συνεργασία πανεπιστημίων και τοπικής παραγωγής αποτελούν τους κυριότερους λόγους για τη μη αξιοποίηση της ακαδημαϊκής λειτουργίας στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Παρόλα αυτά η περίπτωση της Ξάνθης σε σύγκριση με τις άλλες δύο πόλεις της Περιφέρειας Α.Μ.-Θ εμφανίζεται καλύτερη.

Ανάλογη είναι η κατάσταση και στη Μυτιλήνη, όπου η λειτουργία του πανεπιστημίου δεν έχει καταφέρει – έως τώρα τουλάχιστον - να ανατρέψει την αρνητική εικόνα. Η υποβοήθηση ανάπτυξης υπηρεσιών και δραστηριοτήτων συναφών με την επιστημονική εκπαίδευση και την έρευνα θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση για την ενίσχυση, της προσφοράς του πανεπιστημίου στην ευρύτερη τοπική κοινωνία. Στα Χανιά και στη Ρόδο που, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν σημαντικά κέντρα υπηρεσιών με ευρύτερη ακτινοβολία στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η λειτουργία των πανεπιστημίων δεν αξιοποιήθηκε στον βαθμό που είχε προβλεφθεί. Ανάλογη εμφανίζεται η κατάσταση και στην Κέρκυρα και στο Ρέθυμνο, δυο πόλεις με τουριστική κίνηση που μπορεί να διαθέτουν διοικητικές υπηρεσίες περιφερειακής εμβέλειας, δεν διαθέτουν όμως την αναγκαία παραγωγική και ερευνητική / τεχνολογική υποδομή για να στηρίξουν την ακαδημαϊκή λειτουργία.

Σε πόλεις οι οποίες βρίσκονται σε νησιά με τουριστική κίνηση το πανεπιστήμιο φαίνεται ότι έχει αντιμετωπισθεί περισσότερο ως μια “συμπληρωματική λειτουργία” – μια λειτουργία, δηλαδή, που χωροθετείται για να καλύψει τα “κενά” που δημιουργούνται σε περιόδους περιορισμένης τουριστικής κίνησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο πιο αναπτυγμένος παρουσιάζεται ο τουρισμός σε μια περιοχή, τόσο πιο πολλές είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα μέλη των ακαδημαϊκών κοινοτήτων [κυρίως ο φοιτητικός πληθυσμός] στην εξεύρεση στέγης και γενικότερα στην αντιμετώπιση του σχετικά υψηλότερου κόστους διαβίωσης. Αυτά τα προβλήματα συχνά αποτελούν αιτία για την ανάπτυξη εντάσεων μεταξύ της ακαδημαϊκής και τοπικής κοινωνίας. Εντάσεων συχνά ικανών να κλονίσουν την μεταξύ τους σχέση και να δυσκολέψουν την ενσωμάτωση του πανεπιστημίου στην πόλη του.

Από την άλλη πλευρά, σε πόλεις του ηπειρωτικού ή νησιωτικού χώρου που τα προβλήματα στην υποδομή και προσπελασιμότητα είναι σημαντικά, όπως το Αγρίνιο, τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα, η Χίος, και το Βαθύ / Καρλόβασι, στη Σάμο, η λειτουργία πανεπιστημιακών τμημάτων φαίνεται ότι δεν μπορεί - από μόνη της - να συμβάλει θετικά στην ενίσχυση του αναπτυξιακού τους ρόλου, ακόμα και σε περιπτώσεις που το γνωστικό αντικείμενό τους μπορεί να θεωρηθεί σχετικό με την τοπική παραγωγική δομή [π.χ. Τμήμα Κτηνιατρικής - Καρδίτσα : σε νομό με προσανατολισμό στην κτηνοτροφία, ή Τμήμα Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών - Χίος : σ’ ένα νησί με σημαντική παράδοση στη ναυτιλία]. Ειδικά στην περίπτωση της πόλης του Αγρινίου η λειτουργία του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Πάτρας για μια δεκαετία [1985-1996] έχει συμβάλλει στη μάλλον περιορισμένη ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών και δεν έχει καταφέρει να λειτουργήσει ως σημαντική ώθηση για τη συνολική ανάπτυξη της πόλης. Από το 1998 στο Αγρίνιο λειτουργεί Τμήμα Οργάνωσης & Διαχείρισης Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, είναι όμως ακόμα νωρίς να εκτιμηθεί η επίδραση του στην ανάπτυξη της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ίδρυση και η λειτουργία ενός πανεπιστημίου δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί - από μόνη της τουλάχιστον - να συμβάλει θετικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής του.

Υπάρχουν, μάλιστα, περιπτώσεις περιφερειών που, παρά την ύπαρξη πανεπιστημίου, η υφιστάμενη κατάσταση μπορεί να χειροτερεύει, ή να παραμένει το ίδιο στάσιμη με πριν.
Για παράδειγμα - με βάση επίσημα στοιχεία για την περίοδο 1961-1991 - στην περίπτωση των “περιφερειών” Ηπείρου, αλλά και των Νησιών Αιγαίου η κατάσταση φαίνεται να χειροτερεύει διαρκώς, ενώ στις “περιφέρειες” Ιόνιων Νήσων και Κρήτης η κατάσταση, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, παραμένει σχεδόν σταθερή Η περίπτωση της Θεσσαλίας παρουσιάζει τάση βελτίωσης, που δε φαίνεται όμως να συνδέεται τόσο με την έναρξη λειτουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όσο με τη γεωγραφική της θέση [στο κέντρο του κύριου αναπτυξιακού άξονα “S” της Ελλάδας] και τη δομή του παραγωγικού συστήματος [α΄γενής, β΄γενής τομέας, τουρισμός]. Η Ανατ. Μακεδονία - Θράκη παρά τα σημαντικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας της εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ανάπτυξης10 {Γιαννιάς, Δ., Λιαργκόβας, Π., Μανωλάς, Γ., (47-61), στο Τόπος, 13/97 : 49-56}{10 Περιφέρεια Ηπείρου [1961 : 8η  θέση, 1971 : 10η θέση, 1981 : 10η θέση, 1991 : 9η  θέση], Περιφέρεια Νησιών Αιγαίου [1961 : 3η  θέση, 1971 : 3η  θέση, 1981 : 2η  θέση, 1991 : 5η  θέση], Περιφέρεια Ιόνιων Νήσων [1961 : 4η  θέση, 1971 : 4η  θέση, 1981 : 5η  θέση, 1991 : 4η  θέση], Περιφέρεια Κρήτης [1961 : 2η  θέση, 1971 : 2η  θέση, 1981 : 3η  θέση, 1991 : 2η  θέση].  Φυσικά το θέμα δεν είναι απλό. Συνηγορούν ποικίλοι παράγοντες, γι’ αυτό απαιτείται εξειδικευμένη διερεύνηση, κάτι που ξεφεύγει από τον κύριο άξονα μελέτης της παρούσας εργασίας. Πάντως είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη μιας πόλης δεν συνοδεύεται απαραίτητα από την ανάπτυξη της Περιφέρειας, που ανήκει. Συχνά μάλιστα δημιουργούνται προβλήματα πόλωσης με αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του συνόλου μιας περιφέρειας ή άλλων περιοχών ή/και πόλεών της [π.χ. Ιωάννινα και Περιφέρεια Ηπείρου].

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι :
§ Στην Ελλάδα - με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης - φαίνεται ότι η λειτουργία των περιφερειακών πανεπιστημίων - ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις βοήθησε στην αύξηση του πληθυσμού και των υπηρεσιών, ή στην οικονομική μεγέθυνση των περιοχών χωροθέτησής τους [ενίσχυση τοπικών αγορών, αύξηση οικοδομικής δραστηριότητας, κ.ά.] - δεν πέτυχε να δημιουργήσει όλες εκείνες τις αναγκαίες συνθήκες που θα επέτρεπαν στα πανεπιστήμια να λειτουργήσουν ως κύριοι “καταλύτες” για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των περιοχών τους και να ενσωματωθούν εν τέλει στη ζωή των πόλεών τους. Δεν κατάφεραν, δηλ., να αποτελέσουν ζωτικό τοπικό πόρο ευρύτερης περιφερειακής, εθνικής και διεθνούς εμβέλειας.
Στο πλαίσιο της πολιτικής ίδρυσης και χωροθέτησής τους - που έτσι κι αλλιώς αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία [Πολυδιάσπαση ακαδημαϊκών εγκαταστάσεων του ίδιου πανεπιστημίου σε διάφορες πόλεις και συχνά σε διαφορετικές θέσεις της ίδιας πόλης] - τα περιφερειακά πανεπιστήμια αντιμετωπίζονται πιο πολύ ως “πρωτογενές μέγεθος” για την άμεση οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών, που λειτουργεί υποστηρικτικά σε βασικούς τομείς της παραγωγής, παρά ως κύρια “προωθητική λειτουργία”.

Χαρακτηριστική θα μπορούσε να θεωρηθεί η περίπτωση των πόλεων του νησιωτικού χώρου με τουριστική κίνηση (π.χ. Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ρόδος). Η πολιτική ίδρυσης και χωροθέτησης των περιφερειακών πανεπιστημίων - ανεξάρτητα αν πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ενίσχυσης των “πόλων ανάπτυξης” [δεκαετίες ‘60, ‘70], ή των “περιφερειών” [δεκαετίες ‘70, ‘80] - εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο, εν πολλοίς, πολιτικές σκοπιμότητες. Κατά αυτόν τον τρόπο ούτε η ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης φαίνεται να βελτιώνεται σημαντικά μέσα από τη λειτουργία τους, ούτε το “περιφερειακό πρόβλημα” να επιλύεται τελικά, στον βαθμό τουλάχιστον που ήταν επιθυμητό.

§ Παρόλα αυτά με βάση την έως τώρα εμπειρία και τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, φαίνεται ότι περιφερειακά πανεπιστήμια που βρίσκονται χωροθετημένα σε πόλεις με περιφερειακή σημασία μπορούν πιο εύκολα να λειτουργήσουν ενισχυτικά στο ισχύον παραγωγικό και στο αναπτυξιακό τους σύστημα [Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλος, Λάρισα, Ιωάννινα]. Αντίθετα περιφερειακά πανεπιστήμια που λειτουργούν σε πόλεις με περιορισμένη περιφερειακή σημασία, χωρίς την απαραίτητη αναπτυξιακή, παραγωγική, εκπαιδευτική, ερευνητική, τεχνολογική υποδομή, δεν μπορούν - από μόνα τους - να παίξουν τον ρόλο του “καταλύτη”.

Γεγονός, βεβαίως, το οποίο μένει να διερευνηθεί και στο επίπεδο των πόλεων [Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Ξάνθη, Μυτιλήνη, Χανιά, Ρόδος, Κέρκυρα, Αγρίνιο, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Χίος, Βαθύ / Καρλόβασι Σάμου]. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διερευνάται η βαρύτητα των πόλεων στο οικιστικό δίκτυο, ώστε με μεγαλύτερη ασφάλεια να τίθενται τα κατάλληλα κριτήρια επιλογής τους για τη χωροθέτηση πανεπιστημίων.


5. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Μέσα από τους διαφορετικούς τους ρόλους [δηλαδή : του “εκπαιδευτή”, του “ερευνητή”, του “συμβούλου”, ή του “συνεργάτη”] τα πανεπιστήμια μπορούν να γίνουν για τις ευρύτερες περιοχές τους πραγματική “πηγή” αναψυχής, διαφωνίας, περηφάνιας, πολιτικών ταραχών ή/και ανακατατάξεων, ακόμα και χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό.
Μπορούν, έτσι, να μετατραπούν σε ουσιαστικές “πηγές προόδου” και οι γειτονιές τους μερικά από τα πιο επιθυμητά μέρη να ζει κανείς. Υπάρχουν, όμως, φορές που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, στον βαθμό τουλάχιστον που θα ήταν επιθυμητό. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί και εκείνη των ελληνικών περιφερειακών πανεπιστημίων.

Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία / εμπειρία φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιοι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί και χωρικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν - θετικά ή αρνητικά - τον αναπτυξιακό ρόλο ενός πανεπιστημίου στην ευρύτερη περιοχή χωροθέτησής του και να καθορίσουν τις σχέσεις ακαδημαϊκής – τοπικής κοινωνίας. Είναι παράγοντες που αναδύονται από το ευρύτερο πλαίσιο, που ορίζουν τα βασικά επίπεδα αναφοράς της σχέσης πανεπιστημίου και πόλης, δηλαδή : το κράτος [κρατική πολιτική για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη, κρατική πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση], το πανεπιστήμιο [είδος πανεπιστημιακού προτύπου - πολιτική πανεπιστημίου, πρότυπο χωρικής ανάπτυξης πανεπιστημίου], την πόλη [μέγεθος πόλης, βαρύτητα πόλης στο οικιστικό δίκτυο, υποδομή πόλης, επίπεδο τοπικού πληθυσμού] {Theodora, Y., 2007}.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η περιορισμένη αξιοποίηση των περιφερειακών πανεπιστημίων ως “μέσου” επίτευξης εθνικής ανάπτυξης και περιορισμού των διαπεριφερειακών και ενδοπεριφερειακών χωρικών ανισοτήτων οφείλεται στην αναντιστοιχία μεταξύ σχεδιασμού και προγραμματισμού της αποκέντρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης σε κεντρικό επίπεδο και του τρόπου που οι τοπικές αρχές αλλά και οι κοινωνίες αξιοποίησαν τη χωροθέτηση των πανεπιστημίων προς όφελός τους.

Συγκεκριμένα τα κύρια αίτια της αναποτελεσματικής αξιοποίησης της ανώτατης λειτουργίας ως “αναπτυξιακού μέσου” εντοπίζονται : α) στην απουσία μακροχρόνιας σταθερής πολιτικής για την ανάπτυξη και την εκπαίδευση που έχει ως συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του ενδεδειγμένου κάθε φορά αναπτυξιακού προτύπου και τύπου της εκπαίδευσης που θα βοηθούσε στην υλοποίηση των στόχων του, και β) στην μη ένταξη της πολιτικής επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης στο ευρύτερο πλαίσιο που ορίζουν οι κρατικές αναπτυξιακές και εκπαιδευτικές πολιτικές και οι τοπικές κοινωνικο-οικονομικές συνιστώσες. Από τη συστηματική διερεύνηση της εξέλιξης του ελληνικού συστήματος προγραμματισμού / σχεδιασμού και περιφερειακής πολιτικής φαίνεται ότι στην περίοδο 1960-1999 : η πολιτική επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης ακολούθησε τη γενικότερη τάση αποσπασματικής αντιμετώπισης, διατηρώντας σχετική αυτονομία ως προς τις υπόλοιπες αναπτυξιακές και τις εκπαιδευτικές πολιτικές { Αναπτυξιακές πολιτικές που σχετίζονται κυρίως με τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, την έρευνα, την τεχνολογία και καινοτομία. Εκπαιδευτικές πολιτικές που αφορούν κυρίως όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, την επαγγελματική κατάρτιση και τη δια βίου μόρφωση και εξειδίκευση.}, αλλά και τις τοπικές κοινωνικοοικονομικές συνιστώσες. Όμως, παρά τον αποσπασματικό της χαρακτήρα, η αποκέντρωση της ανώτατης εκπαίδευσης δεν επιχειρήθηκε εντελώς ανεξάρτητα από την πολιτική της “περιφερειακής ανάπτυξης”. Έτσι, στο πλαίσιο της πολιτικής για τη συγκρότηση ισχυρών “πόλων ανάπτυξης” στην περιφέρεια την περίοδο του ‘60 θα αποφασιστεί η ίδρυση των πρώτων περιφερειακών πανεπιστημίων [Πάτρας, Ιωαννίνων], στη δεκαετία του ‘70 στο πλαίσιο της πολιτικής για την ισχυροποίηση των περιφερειών με ιδιαίτερη έμφαση στην παραμεθόριο ζώνη [ηπειρωτική, νησιωτική] θα αποφασιστεί ίδρυση των πανεπιστημίων Θράκης, Κρήτης και του Πολυτεχνείου Κρήτης στα Χανιά. Στη δεκαετία του ’80 στο πλαίσιο της ικανοποίησης της αύξησης των αναγκών για ανώτατη εκπαίδευση και της συνέχισης της πολιτικής για ενίσχυση των περιφερειών προτείνεται η διεύρυνση του δυναμικού των υφισταμένων περιφερειακών πανεπιστημίων και η ίδρυση καινούργιων με ταυτόχρονη διασπορά των πανεπιστημιακών λειτουργιών σε διάφορες πόλεις της αυτής Περιφέρειας [π.χ. : Θεσσαλία, Αιγαίο, Ιόνιο].

Εξίσου όμως σημαντικοί παράγοντες θεωρούνται: γ) η μη συνεκτίμηση της διαφορετικότητας του πανεπιστημίου ως “οντότητας”, “λειτουργίας” και “επένδυσης”. Το πανεπιστήμιο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ανάγκες ενώ τα αποτελέσματα της χωροθέτησής του σε μια περιοχή είναι ταυτόχρονα μακροπρόθεσμα και πολυεπίπεδα. Γι αυτό θα πρέπει να αξιολογούνται διαφορετικά από ότι άλλων επενδύσεων, όπως π.χ. των υποδομών παραγωγής [τουριστικές ή βιομηχανικές λειτουργίες], δ) η μη συνεκτίμηση του παράγοντα “πόλη” - του κύριου, δηλ. “περιβάλλοντος υποδοχής” των πανεπιστημίων, κυρίως όσον αφορά : μέγεθος πόλης, κοινωνικο-οικονομική διάθρωση πληθυσμού, υποδομή, βαρύτητα πόλης στο εθνικό οικιστικό δίκτυο, ε) η έλλειψη ενημέρωσης μεταξύ των εμπλεκόμενων στη σχέση μερών όσον αφορά στον ρόλο τους με συνέπεια την επικράτηση σύγχυσης για τα είδη και για τα όρια των μεταξύ τους σχέσεων και συνεργασιών. Φαίνεται έτσι από τη μια πλευρά οι τοπικές κοινωνίες να βλέπουν τα πανεπιστήμια πιο πολύ ως “χώρους” από όπου μπορούν να προκύψουν άμεσα κυρίως οικονομικά οφέλη [ενοίκια, κατανάλωση, διασκέδαση, κ.ά.] και από την άλλη πλευρά τα πανεπιστήμια να μην έχουν κατανοήσει ακόμα τη σημασία που μπορεί να έχει στην ανάπτυξή των ίδιων και των περιοχών τους η ποιότητα του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος [αστικός χώρος, υπηρεσίες, υποδομές, επίπεδο τοπικού πληθυσμού, κ.ά.] - του κύριου, δηλ., “χώρου” άντλησης δυναμικού και διάθεσης των προϊόντων που παράγει [γνώση, έρευνα, κοινωνικός ρόλος].

Όπως και να έχει, οι γενικότερες ανακατατάξεις σε κοινοτικό και σε εθνικό επίπεδο έθεσαν “επί τάπητος” έναν νέο ρόλο για την Ελλάδα και προσέδωσαν στις περιφέρειές της νέα βαρύτητα, που θα έπρεπε να επηρεάσει και τις επιλογές της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ίσως οι τάσεις αυτές και η υποχρέωση της χώρας μας να ενταχθεί οργανικά στον ευρύτερο κοινοτικό χώρο να δημιούργησαν νέες παραμέτρους, που στο επίπεδο της ανάπτυξης και του “χωροταξικού σχεδιασμού” δεν προσέλαβαν τη διάσταση που έπρεπε, ούτε ελήφθησαν υπόψη στην κατανομή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η ανυπαρξία σαφώς διατυπωμένων κριτηρίων χωροθέτησης των περιφερειακών πανεπιστημίων και ο άμεσος ή ο έμμεσος επηρεασμός της πολιτικής ίδρυσής  τους από ένα ευρύ φάσμα πιέσεων των τοπικών κοινωνιών, φαίνεται ότι είχε ως συνέπεια η ίδρυση και η χωροθέτηση των περιφερειακών πανεπιστημίων να χρησιμοποιηθεί πιο πολύ ως ένας τρόπος για την πρόκληση άμεσης αύξησης της “ενεργού ζήτησης” σε συγκεκριμένες περιοχές και την ικανοποίηση της γενικότερης ζήτησης της “αγοράς εργασίας” σε εθνικό επίπεδο και λιγότερο ως “μέσο” δημιουργίας κατάλληλου περιβάλλοντος για διασφάλιση μιας ολοκληρωμένης ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Καταλήξαμε έτσι σε μια μεγάλη διασπορά της ανώτατης εκπαίδευσης στις περιφέρειες της χώρας - διασπορά η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και που, όπως όλα δείχνουν, απαιτεί εκ νέου επανεξέταση της συμβολής του πανεπιστημίου, όχι μόνο στη βελτίωση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και στην ανάπτυξη της οικονομίας και εν γένει της κοινωνίας.

6. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Περιφερειακά πανεπιστήμια και τοπικές κοινωνίες χρειάζονται το ένα το άλλο προκειμένου να αναπτυχθούν. Για να περιοριστεί όμως η πιθανότητα ανάπτυξης προστριβών και να διευκολυνθεί η καθιέρωση διαρκών αμφίδρομων συζητήσεων ακαδημαϊκών και τοπικών κοινωνιών, η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση θα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα και να στηριχτεί στη βάση μιας ισότιμης μελέτης του “πανεπιστημίου” και της “πόλης”.

Έτσι, ζητήματα τα οποία θα πρέπει να προσεγγίζονται είναι εκείνα που σχετίζονται με : α) τον εκσυγχρονισμό της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως “συστήματος” και το “κτίσιμο” της εσωτερικής οργάνωσής του, β) την αποσαφήνιση βασικών εννοιών, σχέσεων και ρόλων, γ) την αναγνώριση της διαφορετικότητάς των πανεπιστημίων ως “οντοτήτων”, “λειτουργιών” και “επενδύσεων”, δ) την αποσαφήνιση του περιφερειακού και τοπικού ρόλου τους, ε) τη συγκρότηση ενός αξιόπιστου δικτύου επικοινωνίας και πληροφόρησης του ακαδημαϊκού και εξω ακαδημαϊκού χώρου, στ) την εξεύρεση νέων εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης, ζ) την αξιολόγηση της ακαδημαϊκής δράσης και την επανεξέταση της “ακαδημαϊκής αυτονομίας” ώστε τα πανεπιστήμια να αποφασίζουν για την πολιτική και εμβέλεια δράσης τους με άξονα τις ανάγκες τους και τις ανάγκες / δυνατότητες των περιοχών τους. Ζητήματα, επίσης, τα οποία δε θα πρέπει να αγνοούνται είναι εκείνα που αφορούν στην περιοχή χωροθέτησης των πανεπιστημίων και σχετίζονται με το αναπτυξιακό της προφίλ και την ποιότητα του αστικού της περιβάλλοντος [υποδομές παραγωγής, έρευνας, εκπαίδευσης, τεχνολογίας, τεχνικές, κοινωνικές υποδομές, προσπελασιμότητα, χαρακτηριστικά πληθυσμού, πολιτιστική ταυτότητα, ιστορία περιοχής, κ.ά.].

Η πολιτική της ανώτατης εκπαίδευσης θα πρέπει αφενός να εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο που ορίζουν οι πολιτικές για την ανάπτυξη και εκπαίδευση, αλλά και οι τοπικές κοινωνικο-οικονομικές συνιστώσες, αφετέρου να παρέχει κίνητρα για εδραίωση ουσιαστικών σχέσεων συνεργασίας ακαδημαϊκού και εξω-ακαδημαϊκού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό : α) να τεθούν κριτήρια επιλογής πόλεων, β) τοπικότητα και διεθνή ζητήματα να αντιμετωπίζονται σε συμπληρωματική διάσταση ώστε να πάψουν πια τα περιφερειακά πανεπιστήμια να θεωρούνται “τοπικά” και να αναγνωριστούν ως “εθνικά ινστιτούτα”, γ) να αποσαφηνιστεί ο “δημόσιος” χαρακτήρας τους για να λειτουργούν ως “αυτόνομες οντότητες” και όχι ως “αντίγραφα” των “κεντρικών πανεπιστημίων”, δ) να υπάρξει ένας “εθνικός χάρτης εκπαίδευσης, έρευνας, παραγωγής” για μια πιο αποτελεσματική αξιοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στο πλαίσιο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ένας χάρτης, δηλαδή, που θα ξεπερνά τη στατική παρουσίαση της χωρικής κατανομής των υποδομών εκπαίδευσης, έρευνας, παραγωγής12 με σκοπό να δώσει τη δυναμική απεικόνισή της, αφού θα στηρίζεται σε “βάση δεδομένων”, που θα επιτρέπει τη διαρκή ενημέρωσή του και θα παρέχει πληροφόρηση για το είδος των σχέσεων και τα επίπεδα αλληλεπίδρασης μεταξύ των φορών, αναδεικνύοντας παράλληλα τυχόν ελλείψεις, αδυναμίες αλλά και προοπτικές.

Η αποκέντρωση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ένα θέμα που δε χάνει την επικαιρότητά του. Ειδικά τώρα που, από ότι φαίνεται, πολύ σύντομα κάθε περιφέρεια θα διαθέτει ένα πανεπιστήμιο και σχεδόν κάθε πόλη-έδρα νομού της χώρας μας τουλάχιστον ένα πανεπιστημιακό τμήμα. Ζητήματα, όμως, όπως αυτό διακρίνονται από μια σημαντική δυναμική που δεν επιτρέπει εξαγωγή γενικευμένων συμπερασμάτων.

Τίθεται έτσι η ανάγκη διαρκούς επανελέγχου των αποτελεσμάτων με βάση τις ιδιαίτερες, κάθε φορά, επικρατούσες συνθήκες και συγκυρίες, για να διασφαλιστεί η διαχρονική παρακολούθηση των ενδεχόμενων αλλαγών. Σκοπός της ερευνητικής αυτής προσπάθειας λοιπόν δεν είναι να δώσει την απάντηση στο πρόβλημα της αξιοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης ως “μέσου” ανάπτυξης, αλλά να εισάγει μια νέα προβληματική στον τρόπο διερεύνησής του. Ως μια σημαντική “βάση δεδομένων” λοιπόν για την ελληνική πραγματικότητα, η εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει “αφετηρία” για περαιτέρω έρευνα και στην πολεοδομική κλίμακα μέσα από “μελέτες περίπτωσης”, προκειμένου τα περιφερειακά πανεπιστήμια να κατορθώσουν να γίνουν ουσιαστικοί “καταλύτες” για την ανάπτυξη των περιφερειών της Ελλάδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιώργος Σιακαντάρης: Μεταπολιτική - Το σημερινό όνομα του παλαιού νεοφιλελευθερισμού

Αναδημοσίευση από i-eidiseis.gr  31.10.2023 Η δυτική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν απειλείται πλέον από συνταγματάρχες, πραξικοπήματα κα...