Αναδημοσίευση από: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΙΚΟΣ
ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ Bee Green
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ, Απρίλιος 2021, σ.41 επ.
Η ανοιχτή διαβούλευση, η
διαδικασία κατάθεσης και αντιπαραβολής απόψεων συμβάλλει στην ανάπτυξη της
διαφάνειας, συνεισφέροντας σε έναν ουσιαστικό συμμετοχικό σχεδιασμό πολιτικών.
Η πλουραλιστική έκφραση και η δυναμική μεταξύ των διαφόρων ομάδων συμφερόντων
και του κράτους, ενώ οφείλουν να αποτελούν βάση στο σύγχρονο πλαίσιο διοίκησης
και συντονισμού, αποτελούν ταυτόχρονα στοιχείο αναβάθμισης της σχέσης μεταξύ
κράτους και πολίτη συναρτημένο με την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Ωστόσο, από τη διαδικασία σύνταξης των χωροταξικών πλαισίων και αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ, διαπιστώνεται έλλειμμα διαβούλευσης και συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών. Στο επίπεδο του χωροταξικού σχεδιασμού με τον ν. 2742/1999 θεσμοθετείται το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (άρθρο 4, ν. 2742/1999, Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας ν.4447/2016 και ν.4759/2020) το οποίο αποτελείται από εκπροσώπους παραγωγικών φορέων, αυτοδιοίκησης, επιστημονικών φορέων και της κοινωνίας των πολιτών. Όμως ο ρόλος του οργάνου αυτού, σχετίζεται με την συμβολή στο σχεδιασμό σε στρατηγικό επίπεδο και στη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής για τη χωροταξία και την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού σε αντίθεση με τα Περιφερειακά, λαμβάνουν γνωμοδότηση από το Εθνικό Συμβούλιο πριν την έγκρισή τους. Για τα Περιφερειακά πλαίσια η διαβούλευση εξαντλείται σε περιφερειακό επίπεδο υπό το Περιφερειακό Συμβούλιο ενώ η διαδικασία αυτή δεν περιλαμβάνει ευρεία εκπροσώπηση από τοπικούς φορείς. Έως σήμερα δεν έχει διαμορφωθεί ένας ικανός μηχανισμός ενεργοποίησης και συμμετοχής φορέων και εκπροσώπων των τοπικών κοινωνιών. Η διαμόρφωση του χωρικού σχεδιασμού για τις ΑΠΕ με πρωταρχικό κριτήριο την αξιοποίηση του αιολικού ή ηλιακού δυναμικού δίχως να συνυπολογίζονται οι σωρευτικές επιπτώσεις σε έναν τόπο και δίχως τοπική συναίνεση, άμεσα ή έμμεσα συσχετίζεται με τις έντονες αντιδράσεις που όλο και πιο συχνά παρατηρούνται. Στην κατεύθυνση αυτή δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ότι οι τοπικές κοινωνίες έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις το ρόλο «απλού θεατή», όταν έρχονται αντιμέτωπες με την εξέλιξη μεγάλων έργων ΑΠΕ, που διεκδικούν τον ίδιο χώρο με τοπικές δραστηριότητες δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα (γη υψηλής παραγωγικότητας, βοσκότοποι, δασικές εκτάσεις κ.ά.), του τουρισμού κ.α.- και που δυνητικά αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής, του τοπίου και της βιοποικιλότητάς της.