Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Μελλοντικές προοπτικές: Ενίσχυση του δυναμικού της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η απάντηση της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας στις αναδυόμενες κοινωνικές ανάγκες
Στην αρχή αυτού του οδηγού υποστηρίξαμε ότι η κοινωνική οικονομία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός έξυπνου, διατηρήσιμου και χωρίς αποκλεισμούς προτύπου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, βασιζόμενου σε έναν σύγχρονο καταμερισμό ρόλων και ευθυνών ανάμεσα στην αγορά, το κράτος, τον «τρίτο τομέα» και τα μεμονωμένα άτομα.
Είδαμε επίσης ότι οι οντότητες της παραδοσιακής κοινωνικής οικονομίας, οι νεότερες κοινωνικές επιχειρήσεις, οι κοινωνικά υπεύθυνοι καταναλωτές, οι αποταμιευτές, οι χρηματοδότες και οι κερδοσκοπικές εταιρείες έχουν ένα κοινό στοιχείο: την έμφαση σε κοινωνικές αξίες και τη μέριμνα για την ύπαρξη θετικού αντικτύπου στην ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας.

Προτού εξετάσουμε πώς μπορεί να εξελιχθεί μελλοντικά ο ρόλος όλων των παραγόντων και των τάσεων που περιγράφηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, είναι χρήσιμη μια σύνοψη των σχέσεων της κοινωνικής οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων με άλλους παράγοντες της αγοράς, το κράτος και τους ιδιώτες, καθώς και κατά πόσον οι
δραστηριότητές τους είναι μοναδικές.
Πρώτη σημαντική απόρροια των δραστηριοτήτων των οργανισμών κοινωνικής οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι η συμβολή τους στην αύξηση και τη διαφοροποίηση της προσφοράς υπηρεσιών σε οικογένειες και ιδιώτες. Λόγω της εκ των κάτω φύσης τους, αυτοί οι οργανισμοί μπόρεσαν να προσδιορίσουν τις αναδυόμενες ανάγκες και να αναπτύξουν κατάλληλες απαντήσεις, συχνά χωρίς την υποστήριξη του δημόσιου τομέα. Σταδιακά, οι δραστηριότητες αυτών των οργανισμών συχνά έτυχαν της αναγνώρισης και της στήριξης του κράτους και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, εντάχθηκαν και στο δημόσιο σύστημα πρόνοιας. Αυτό συνέβη, παραδείγματος χάριν, με τους ιταλικούς κοινωνικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι ξεκίνησαν ως εθελοντικές οργανώσεις και έχουν πλέον συγχωνευθεί πλήρως στο σύστημα πρόνοιας, όπως και με τις υπηρεσίες κατ’ οίκον περίθαλψης στη Σουηδία, οι οποίες αρχικά καθιερώθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό πριν από πάνω από έναν αιώνα, και σήμερα αποτελούν νομικό δικαίωμα.

Η ικανότητα εντοπισμού των αναδυόμενων αναγκών και ανάπτυξης κατάλληλων απαντήσεων οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη πολλών ενδιαφερομένων μερών εντός των εν λόγω οργανισμών, στη διακυβέρνηση των οποίων συχνά συμμετέχουν εργαζόμενοι, πελάτες και εθελοντές, διασφαλίζοντας ότι οι νέες υπηρεσίες που αναπτύσσονται και παρέχονται είναι εγγύτερα στις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων. Η ιστορία των κοινωνικών επιχειρήσεων, παραδείγματος χάριν, δείχνει ότι ανέκαθεν υπήρξαν ευέλικτοι και καινοτόμοι οργανισμοί, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις αναδυόμενες ανάγκες των μερών που τους συναπαρτίζουν. Χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και λόγω της δραστηριοποίησής τους στην αγορά και της συνακόλουθης ανάγκης να διατηρούν υψηλό βαθμό αποδοτικότητας, οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας συμβάλλουν επίσης ουσιαστικά στην κοινωνική καινοτομία,  αναπτύσσοντας διαρκώς νέα προϊόντα και υπηρεσίες για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών.
Τεράστιο ποσοστό των κοινωνικών επιχειρήσεων εργάζονται για την επίτευξη συστημικής αλλαγής, εισάγοντας νέα επιχειρηματικά πρότυπα, επιφέροντας αλλαγές στις αλυσίδες αξίας, ενεργοποιώντας ανεκμετάλλευτα ταλέντα και αξιοποιώντας ανεκμετάλλευτους πόρους.
Εκτός των άλλων, οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας προάγουν αποτελεσματικά την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία επιχειρήσεων με διάφορους τρόπους. Πρώτον, κατευθύνουν την οικονομική δραστηριότητα σε χώρους παραμελημένους εξαιτίας χαμηλής κερδοφορίας.
Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, γεωργικών συνεταιρισμών οι οποίοι διατηρούν τη βιωσιμότητα της γεωργικής δραστηριότητας ακόμη και σε περιοχές με μεγάλο κόστος παραγωγής, όπως οι ορεινές περιοχές. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση καταναλωτικών συνεταιρισμών και συνεταιριστικών τραπεζών, που συχνά είναι οι μόνοι τύποι οργανισμών που προσφέρουν καταναλωτικά αγαθά και χρηματοπιστωτικά προϊόντα ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές. Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας συνεισφέρουν στην επιχειρηματικότητα είναι η μετάγγιση επιχειρηματικής νοοτροπίας σε τομείς που παραδοσιακά θεωρούνταν εκτός του πεδίου της επιχειρηματικής συμπεριφοράς.
Αυτό ισχύει ιδίως για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έφεραν μια επιχειρηματική προσέγγιση στην παροχή κοινωνικών, υγειονομικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Επιπλέον, όλες οι δραστηριότητες που εντάσσονται στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας
και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας δημιουργούν βεβαίως νέα απασχόληση, αλλά και συμβάλλουν στη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, όπως στην περίπτωση της μετατροπής υφιστάμενων εταιρειών σε οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας (κυρίως εργατικούς συνεταιρισμούς), προκειμένου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, όταν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες αποφασίζουν για διάφορους λόγους να αποσυρθούν. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι οι νέες θέσεις εργασίας συχνά ωφελούν άτομα με δυσχερή πρόσβαση στην αγορά εργασίας της ευρύτερης οικονομίας, όπως γυναίκες και νέοι. Τα τελευταία χρόνια, αναμένεται όλο και περισσότερο από τους οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής επιχειρηματικότητας να συμβάλουν στο μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και ενδεχομένως να χαράξουν μια πορεία προς ένα διαφορετικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης. Μεταξύ των παραγόντων που συντελούν σε αυτή την τάση, όπως είδαμε, συγκαταλέγεται η μετατόπιση του καταναλωτικού υποδείγματος προς μια εντονότερη ζήτηση προσωπικών και κοινοτικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν μπορούν να
παρέχονται εύκολα από τους υφιστάμενους ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας τόσο στους παραδοσιακούς τομείς όπου πάντα υπήρξαν ενεργοί, όσο και σε νέα πεδία δραστηριότητας.
Από τις συνεταιριστικές τράπεζες υπάρχει εντεινόμενη προσδοκία να παρέχουν πιστώσεις για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας (στην Ιταλία, παραδείγματος χάριν, οι συνεταιριστικές τράπεζες κατέχουν μερίδιο 7% της αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αλλά παρέχουν πάνω από το 20% των πιστώσεων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις).
Παρομοίως, η μορφή του συνεταιρισμού είναι εξαιρετικά χρήσιμη στον γεωργικό τομέα, προκειμένου να επιτευχθούν οι οικονομίες κλίμακας που απαιτούνται για τον ανταγωνισμό στη σύγχρονη διεθνή αγορά, χωρίς να διακυβευθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες χαρακτηρίζεται από μικρές, συχνά οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Η δικτυακή δομή διακυβέρνησης πολλών οργανισμών κοινωνικής οικονομίας αποδεικνύεται επίσης ορθός τρόπος διοίκησης δικτύων μικρομεσαίων επιχειρήσεων διατηρώντας την ανταγωνιστικότητά τους. Επίσης, σε κάποιες χώρες, οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας ασχολούνται με εντελώς νέους τομείς δραστηριότητας: στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραδείγματος χάριν, με τις πολιτικές της «Μεγάλης Κοινωνίας» οι συνεταιρισμοί εισέρχονται στο πεδίο της εκπαίδευσης, με σχεδόν 400 σχολεία να διευθύνονται ήδη με συνεταιριστική μορφή. Παρόμοιο φαινόμενο εκτυλίσσεται στη Σουηδία, αναφορικά με τις υπηρεσίες φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, ενώ σε αρκετές άλλες χώρες οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας αναλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος που εκτείνονται από τις μεταφορές μέχρι την παροχή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Η ικανότητα ανταπόκρισης των κοινωνικών επιχειρήσεων στις αναδυόμενες ανάγκες μπορεί σε μεγάλο βαθμό να συνοψιστεί στην έννοια της κοινωνικής καινοτομίας, η οποία γίνεται όλο και πιο δημοφιλής τα τελευταία χρόνια. Λόγω της εγγύτητάς τους στους χρήστες και το τοπικό περιβάλλον, οι κοινωνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε κομβική θέση ώστε να αφουγκράζονται τις αναδυόμενες κοινωνικές ανάγκες και να αναπτύσσουν καινοτόμες απαντήσεις σε  αυτές. Η κοινωνική αποστολή αυτών των οργανισμών, σε συνδυασμό με την επιχειρηματική τους φύση, διασφαλίζει ότι οι καινοτομίες στις οποίες συμμετέχουν στοχεύουν στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων. Ιστορικά, υπηρεσίες που έχουν πλέον ενσωματωθεί στο σύστημα πρόνοιας αποτελούν παραδείγματα
πρωτοβουλιών κοινωνικής καινοτομίας που γεννήθηκαν στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας. Μάλιστα, το ίδιο συμβαίνει τώρα όσον αφορά νέους τομείς δραστηριότητας, όπως η εκπαίδευση, οι πηγές ανανεώσιμης ενέργειας και η ενσωμάτωση των μεταναστών.


Οι κυριότερες προκλήσεις
Παρά τον θετικό αντίκτυπο των οργανισμών κοινωνικής οικονομίας στις κοινότητές τους και την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία εν γένει, σημαντικά εμπόδια εξακολουθούν να παρακωλύουν την ανάπτυξή τους.
Το πρώτο έγκειται στην έλλειψη ορατότητας που εξακολουθεί να επηρεάζει αυτό το κομμάτι της οικονομίας (περιλαμβανομένης της κάλυψής του από τα μέσα ενημέρωσης), η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ένα έλλειμμα ευαισθητοποίησης και αναγνώρισης της κοινωνικής αξίας που παράγει.
Ως επακόλουθο, η «κυρίαρχη» οικονομική νοοτροπία μας συνεχίζει να εστιάζει στην ιδιοτέλεια και την ατομική πρωτοβουλία παρά σε συλλογικές και αλτρουιστικές συμπεριφορές.
Η έλλειψη ευαισθητοποίησης δεν οφείλεται μόνο στην απουσία κάλυψης από τα μέσα
ενημέρωσης – αντιθέτως, εκκινεί από την έλλειψη εκπαίδευσης πάνω στα συγκεκριμένα θέματα. Ενώ τα μαθήματα επιχειρηματικότητας αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, από το δημοτικό μέχρι τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, η τυπική εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι σε μεγάλο βαθμό απούσα από τις αίθουσες διδασκαλίας. Αυτό συνεπάγεται ακόμα ότι είναι πολύ δυσκολότερο για τις επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας να βρίσκουν προσωπικό και διευθυντές με τις απαιτούμενες νοοτροπίες, δεξιότητες και ικανότητες, σε σύγκριση με τις συμβατικές επιχειρήσεις.
Η έλλειψη εξειδικευμένης κατάρτισης και εκπαίδευσης αποτελεί μόνο έναν από τους παράγοντες που θέτουν τους οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας σε θέση συγκριτικού μειονεκτήματος σε σχέση με τις συμβατικές επιχειρήσεις. Άλλη σημαντική διάσταση που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς για τους οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας και τις κοινωνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις εταιρείες είναι εκείνη των δικτύων υποστήριξης και υποδομής, τα οποία παρέχουν τις κατάλληλες υπηρεσίες επιχειρηματικής ανάπτυξης. Αυτές μπορούν να ποικίλλουν από υπηρεσίες στρατηγικού σχεδιασμού και παροχής συμβουλών μέχρι φυτώρια επιχειρήσεων ειδικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες των οργανισμών κοινωνικής οικονομίας και τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω οργανισμοί έχουν επιχειρήσει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση αναθέτοντας στα δικά τους δίκτυα, κοινοπραξίες και οργανισμούς εκπροσώπησης να εκτελούν κάποιες από τις παραπάνω λειτουργίες. Μολαταύτα, η προσφορά αυτών των υπηρεσιών απέχει ακόμη πολύ από την κάλυψη της ζήτησης.
Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί άλλο ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για τους οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας, οι οποίοι συχνά δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση στις ίδιες επιλογές χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμες για τις συμβατικές επιχειρήσεις λόγω των χαρακτηριστικών τους.
Καθώς σε αυτό το ζήτημα έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, ένα ευρύ φάσμα νέων επιλογών βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, από την επένδυση κοινωνικού αντικτύπου μέχρι ειδικά χρηματοπιστωτικά μέσα (όπως το ευρωπαϊκό ταμείο κοινωνικής επιχειρηματικότητας, που συστάθηκε πρόσφατα ως μια πανευρωπαϊκή μορφή επενδυτικού οχήματος με έμφαση στη
χρηματοδότηση κοινωνικών επιχειρήσεων).
Πρόσθετη πρόκληση συνιστά η απουσία ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου στις διάφορες χώρες. Όπως είδαμε, σε αντίθεση με τις συμβατικές επιχειρήσεις, οι τύποι επιχειρήσεων που ανήκουν στο σύμπαν της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αναγνωρίζονται και ρυθμίζονται διαφορετικά από χώρα σε χώρα, γεγονός που θέτει σημαντικά προσκόμματα στην ανάπτυξή τους, ιδίως πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Μάλιστα, ακόμη και στο εσωτερικό πολλών χωρών, οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας έχουν ανακύψει ως επί το πλείστον αυτοφυώς και εκ των κάτω, χωρίς εκτεταμένη στήριξη από κάποια πολιτική ή ρυθμιστικά πλαίσια που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνσή τους. Η περίπτωση των ιταλικών συνεταιρισμών αποτελεί καλό σχετικό παράδειγμα, καθώς επρόκειτο για μια εντελώς νέα οργανωτική μορφή που παρείχε νέες κοινωνικές υπηρεσίες, και η οποία πρωτίστως αποτελούσε καρπό της πρωτοβουλίας ομάδων εθελοντών, παρά την έλλειψη νομικής αναγνώρισης αυτού του τύπου επιχείρησης μέχρι την ψήφιση ειδικού νόμου το 1991.


Ενδυνάμωση της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας

Τι μπορεί να γίνει για την εξουδετέρωση των προκλήσεων που επισημάνθηκαν στην προηγούμενη ενότητα;
Ένας τρόπος βελτίωσης της ορατότητας των οργανισμών κοινωνικής οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων, καθώς και της ευαισθητοποίησης σχετικά με τον αντίκτυπό τους, είναι η δημιουργία προϋποθέσεων για περισσότερες και καλύτερες έρευνες στον εν λόγω τομέα, με αφετηρία τη συστηματική συγκέντρωση δεδομένων.
Οι καλύτερες έρευνες λογικά συνεπάγονται καλύτερη δημιουργία ικανοτήτων για τους οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας, αρχίζοντας από εξειδικευμένα προγράμματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προκειμένου να κατανοήσουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις κινητήριες δυνάμεις των κοινωνικών επιχειρήσεων, καθώς και τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, εξειδικευμένα ευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα (ιδίως τα EMES, CIRIEC, SELUSI, TEPSIE, GEM) έχουν πραγματοποιήσει ευρύ φάσμα ερευνών και μελετών, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιδιωτικών ιδρυμάτων. Κάποιες από αυτές τις έρευνες αξιοποιούνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε προγράμματα υποστήριξης όπως αυτό της UnLtd (βλ. πλαίσιο 38), η οποία συνεργάζεται με το 40% των αγγλικών πανεπιστημίων, για να τα βοηθήσει στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας κοινωνικής επιχειρηματικότητας και στην ενίσχυση της ικανότητάς τους να παρέχουν στήριξη σε μέλη του προσωπικού και φοιτητές οι οποίοι επιθυμούν να δημιουργήσουν μια κοινωνική επιχείρηση, ιδίως κατά τη φάση εκκίνησης. Αρκετά επίσης πανεπιστήμια, συχνά σε συνεργασία με οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας, ιδρύουν νέα ερευνητικά κέντρα (όπως το Κέντρο για την κοινωνική οικονομία στο Βέλγιο και το Euricse στην Ιταλία) και ειδικά μεταπτυχιακά προγράμματα αφιερωμένα σε θέματα κοινωνικής οικονομίας όπως η διοίκηση κοινωνικών επιχειρήσεων και η κοινωνική καινοτομία. Εντούτοις, αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι οι περισσότεροι κοινωνικοί επιχειρηματίες δεν είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου, αλλά προέρχονται από όλους τους χώρους.
Άλλο πιθανό πεδίο βελτίωσης αφορά τη σχέση μεταξύ κοινωνικής οικονομίας και φορέων του δημόσιου τομέα.


Κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα

Οδηγός για την Κοινωνική Ευρώπη
Τεύχος 4
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων
και Κοινωνικής Ένταξης
Το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2013

Ο παρών οδηγός συντάχθηκε από το Euricse (European Research Institute on Cooperative
and Social Enterprises – Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Έρευνας για τις Συνεργατικές και Κοινωνικές
Επιχειρήσεις) και τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Ιδιαίτερη συμβολή στο έργο είχαν ο καθηγητής Carlo Borzaga, ο Gianluca Salvatori, ο Riccardo Bodini και η ανώτερη ερευνήτρια Giulia Galera, με την πολύτιμη στήριξη και συνεισφορά του Gerhard Bräunling.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιώργος Σιακαντάρης: Μεταπολιτική - Το σημερινό όνομα του παλαιού νεοφιλελευθερισμού

Αναδημοσίευση από i-eidiseis.gr  31.10.2023 Η δυτική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν απειλείται πλέον από συνταγματάρχες, πραξικοπήματα κα...