Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, Θεμελίωση, Περιεχόμενο και Λειτουργία (Οκτώβριος 1994)



 ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αναδημοσίευση από «ΝΟΜΟΣ+ΦΥΣΗ»
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η προστασία που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στο περιβάλλον απασχολεί ολοένα εντονότερα την επιστήμη. Αλλά και η επεξεργασία που έχει τύχει εκ μέρους των δικαστηρίων -προπάντων βέβαια του Συμβουλίου της Επικρατείας- παρέχει ενδιαφέροντα δείγματα γραφής και ανοίγει σε πολλές περιπτώσεις νέους δρόμους. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν θα ήταν υπερβολή να γίνει λόγος -μετά τη συμπλήρωση μάλιστα είκοσι περίπου ετών από την ισχύ του Συντάγματος του 1975- για την «ενηλικίωση» της προστασίας του περιβάλλοντος.

Η παραπάνω επισήμανση θα μπορούσε να εκληφθεί ως αφετηρία και πρόκληση για νέα προσέγγιση μιας από τις ευτυχέστερες ασφαλώς στιγμές της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής». Για το σκοπό αυτό επιβάλλεται πρωταρχικά η ανάδειξη της συναφούς επιλογής με τη θεμελίωση του περιβαλλοντικού Συντάγματος. Η ενλόγω θεωρητική κατασκευή, που είναι γνωστή και σε άλλες περιοχές, έρχεται να υπογραμμίσει επαγωγικά το εύρος και τη δυναμική του με συστηματικές αναγωγές που διαχέονται σε όλο το σώμα του Καταστατικού Χάρτη (ΙΙ). Κατ΄ αυτόν τον τρόπο προσδιορίζεται ευχερέστερα το περιεχόμενο του περιβαλλοντικού Συντάγματος που καταλαμβάνει όλες τις βασικές πτυχές του αλλά και τις επιμέρους μορφές τους (ΙΙΙ). Επίσης φωτίζεται πληρέστερα η κανονιστική λειτουργία του, η οποία διακρίνεται αφενός για το σύνθετο και πολυεπίπεδο χαρακτήρα της και αφετέρου για τη δυναμική της (IΝ).

Το σύντομο κείμενο που ακολουθεί φιλοδοξεί να εγκαινιάσει μια νέα σελίδα στην επιστημονική συζήτηση για την προστασία του περιβάλλοντος, προσπαθώντας να αξιοποιήσει δημιουργικά τους πλούσιους καρπούς που μας προσφέρει το Σύνταγμα χωρίς να διολισθαίνει σε άκρατο περιβαλλοντικό συνταγματισμό. Η κρίση για την επιτυχία του εγχειρήματος επαφίεται βέβαια στον αναγνώστη.

ΙΙ. Η θεμελίωσή του

Κατά την πραγμάτευση στην επιστήμη της προστασίας του περιβάλλοντος και τη διευκρίνισή της στη νομολογία των δικαστηρίων εκλαμβάνεται ενπολλοίς ως δεδομένο ότι σ΄ αυτήν αναφέρονται μόνον ή έστω πρωταρχικά οι επιμέρους διατάξεις του άρθρου 24 Συντ. Η προσέγγιση αυτή δεν προσφέρεται ωστόσο για την ανάδειξη της προστασίας που παρέχει ο Καταστατικός Χάρτης στο περιβάλλον σε όλη την έκταση και την έντασή της. Αναγκαία καθίσταται έτσι η ευρύτερη θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα με τη συστηματική αξιοποίηση όλων των κρίσιμων διατάξεων και ορισμών του Συντάγματος αλλά και αρχών του που -ενόψει του περιεχομένου και της λειτουργίας τους- συνθέτουν εντέλει, στη διαλεκτική διαπλοκή τους, το περιβαλλοντικό Σύνταγμα.

α. Ο «κορμός» του: το άρθρο24

1. Μία από τις ευτυχέστερες στιγμές της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής» συνιστά ασφαλώς η ένταξη του άρθρου 24 Συντ. στο σώμα του Καταστατικού Χάρτη. Πρόκειται για μια ευπρόσδεκτη από κάθε άποψη καινοτομία, η οποία μάλιστα δεν έχει προηγούμενο σε κανένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα της εποχής. Είναι βέβαια αλήθεια ότι στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος αναφέρονται ως πηγές έμπνευσής του το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974 και το άρθρο 9 του ιταλικού Συντάγματος του 1948[1]. Οι μνημονευόμενες διατάξεις υπολείπονται όμως αισθητά τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη λειτουργία τους. Αξίζει λοιπόν να εξετασθεί διεξοδικότερα η γενετική ιστορία του άρθρου 24 Συντ.

2. Η διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 27 του πρώτου Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος, επαναλαμβάνεται δε αυτολεξεί και στο δεύτερο[2].

Συγκρίνοντας κανείς την αρχική διατύπωση του (σημερινού) άρθρου 24 Συντ. με την ισχύουσα, διαπιστώνει τις πολλές και σημαντικές διαφορές τους. Η διατύπωσή του στο Κυβερνητικό Σχέδιο είναι μάλλον περιεκτική, προϊδεάζει ωστόσο για το εύρος και την εμβέλεια που επρόκειτο να του προσδώσει στη συνέχεια ο συντακτικός νομοθέτης3.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος προβλήθηκε και εκτός Βουλής από εκπροσώπους της επιστήμης και ορισμένα πολιτικά κόμματα είτε πριν είτε αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του Κυβερνητικού Σχεδίου. Συναφής μνεία γίνεται έτσι στις τρεις περισσότερο συγκροτημένες προτάσεις για τη διαμόρφωση του νέου Συντάγματος: τις «Προτάσεις για ένα δημοκρατικό Σύνταγμα» της ομάδας επιστημόνων4, το «Σύνταγμα για μια Ελλάδα δημοκρατική» του ΠΑΣΟΚ5 και το «Αντισχέδιο Συντάγματος» του ΚΚΕ εσωτερικού και της ΕΔΑ6. Ανκαι η προσέγγιση του ζητήματος επιχειρείται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, κοινή είναι η επιθυμία να αναχθεί η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος στην περιωπή επιτακτικών συνταγματικών κανόνων με όλες τις απότοκες συνέπειες.

3. Κατά τη συνοπτική μάλλον συζήτηση του άρθρου 24 Συντ. στην αρμόδια Υποεπιτροπή υπογραμμίσθηκε ιδιαίτερα η σημασία του7, χωρίς να διαφοροποιηθεί αισθητά το περιεχόμενό του8. Οι σχετικές αναφορές δεν είναι έτσι σε θέση να συμβάλλουν στην ανάδειξή του, αφού τα μέλη της Υποεπιτροπής αρκέσθηκαν να χαιρετίσουν απλώς την υιοθέτησή του, χωρίς να ασχοληθούν στην έκταση που θα έπρεπε -προφανώς και λόγω ελλείψεως χρόνου- με τη διαμόρφωσή του9.

4. Εκτενέστερη υπήρξε, αντίθετα, η συζήτηση στους κόλπους της Ολομέλειας της Επιτροπής10. Από την αποτύπωσή της στα Πρακτικά της Βουλής είναι ευχερές να αποδοθεί η πατρότητα του σχετικού άρθρου στον Υφυπουργό Δημοσίων Έργων Κ. Μπίρη (ΝΔ)11, ο οποίος εισηγήθηκε νέους ορισμούς για τον εμπλουτισμό του άρθρου 24 Συντ., επεξήγησε την προσδοκώμενη λειτουργία του και συσχέτισε τους ορισμούς που αναφέρονται στο οικιστικό και πολεοδομικό ιδίως περιβάλλον με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι επισημάνσεις του ήταν εποικοδομητικές και καίριες, συνάντησαν δε ευρύτερη αποδοχή. Η Ολομέλεια της Επιτροπής αναδιατύπωσε λοιπόν σε συναινετικό κλίμα το άρθρο 27 του Κυβερνητικού Σχεδίου, διευρύνοντας αισθητά το περιεχόμενο και ενισχύοντας τη λειτουργία του12.

5. Με ωριμότερες οπωσδήποτε συνθήκες πραγματοποιήθηκε η συζήτηση και η επεξεργασία του στην Ολομέλεια της Βουλής13. Κατά τις προηγούμενες φάσεις της είχαν άλλωστε διευκρινισθεί επαρκώς τα προβλήματα τα οποία καλούνταν να αντιμετωπίσει. Απέμενε έτσι η οριστική διατύπωσή του και η προσθήκη λεπτομερέστερων ορισμών που θα προσέδιδαν στην προστασία του φυσικού, πολεοδομικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος απτό περιεχόμενο και λειτουργικό χαρακτήρα. Υπό αυτά τα δεδομένα, το άρθρο 24 Συντ. εξήλθε πολλαπλά ενισχυμένο από τη διαμόρφωσή του στην Ολομέλεια της Βουλής14, 15.

Η σχετική προστασία αναγορεύεται ενπρώτοις ρητά σε υποχρέωση του κράτους, λαμβάνεται δε ειδική μέριμνα για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η χωροταξική αναδιοργάνωση της χώρας φθάνει στο επίκεντρο της προσοχής του συντακτικού νομοθέτη, ενώ εμπλουτίζονται οι ορισμοί για την πολεοδομία και την οικιστική ανάπτυξη των περιοχών. Επίσης, με συγκεκριμένους ορισμούς προβλέπεται η συμμετοχή στα κοινά βάρη των ωφελουμένων από την οικιστική και πολεοδομική ανάπτυξη περιοχών και η αποζημίωση όσων θίγονται από ανάλογες επεμβάσεις. Ειδικό καθεστώς διέπει, τέλος, την προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών16.

Ανεξαρτήτως των προβλημάτων που ανακύπτουν ως προς την δικαιοτεχνική αρτιότητα και τη συστηματική ορθότητα των επιμέρους διατάξεων του άρθρου 24 Συντ., ένα είναι βέβαιο: Ο συντακτικός νομοθέτης επεδίωξε να καταλάβει και να υπαγάγει στην προστασία του όλες τις βασικές πτυχές του περιβάλλοντος17. Προκειμένου εξάλλου να οριοθετήσει την προστασία και να την καταστήσει αποτελεσματικότερη προέβλεψε ευάριθμους ορισμούς, οι οποίοι παρέχουν κάθε φορά σαφή κατά το μάλλον ή ήττον κριτήρια τόσο για την έκταση όσο και την έντασή της.

6. Αμεσα συναρτώμενο προς το άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. -και ειδικότερα τις προτάσεις 3 και 4- που προστατεύει τα δάση είναι το άρθρο 117 παρ. 3 Συντ.18, 19. Παραδόξως περιελήφθηκε, όπως άλλωστε και άλλες πάγιες διατάξεις, στο τμήμα των μεταβατικών. Ενόψει του περιεχομένου του είναι όμως προφανές ότι διαθέτει πάγιο χαρακτήρα, αποτελεί δε συμπλήρωση και προέκταση του άρθρου 24 παρ. 1 Συντ. Από συστηματική άποψη, θα έπρεπε συνεπώς να ενταχθεί σ΄ αυτό ως επωδός του.

7. Στο Κυβερνητικό Σχέδιο κατονομάζονται, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, ως πηγές έμπνευσης του άρθρου 24 Συντ. αφενός το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974 και αφετέρου το άρθρο 9 εδ. β΄ του ιταλικού Συντάγματος του 1948. Ανάλογες παραπομπές συνιστούν τρέχουσα μάλλον πρακτική του συντακτικού νομοθέτη της «Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής». Σε είκοσι έτσι συνολικά περιπτώσεις μνημονεύονται διατάξεις ξένων Συνταγμάτων που εκλαμβάνονται, υπό τη μία ή την άλλη εκδοχή, ως πρότυπα των επιλογών του20. Αξιοσημείωτη είναι επομένως η μέριμνα του να εξαντλήσει όλες τις δυνάμει πηγές έμπνευσής του, αφού το 1974 μόνον αυτά τα δύο Συντάγματα φαίνεται ότι περιελάμβαναν συναφείς διατάξεις.

Το περιεχόμενό τους είναι ωστόσο είτε εξαιρετικά ελλειπτικό είτε υπέρμετρα ρευστό και, γι΄ αυτό, απρόσφορο να επιτελέσει κανονιστική λειτουργία. Η πρώτη διαπίστωση ισχύει ως προς το ιταλικό21 και η δεύτερη ως προς το γιουγκοσλαβικό22 παράδειγμα. Υπό αυτούς τους όρους, οι σχετικές παραπομπές προσλαμβάνουν κατεξοχήν συμβατικό χαρακτήρα, αφού το άρθρο 24 Συντ. -όπως εντέλει διαμορφώθηκε- διακρίνεται για την κανονιστική πυκνότητά του. Πρόκειται για κλασσική, στη συγκριτική των συγχρόνων Συνταγμάτων, περίπτωση διαλεκτικής υπέρβασης του προτύπου. 

β. Η πλαισίωσή του

1. Πλούσιους καρπούς αντλούμε ασφαλώς από τις επάλληλες κανονιστικές ζώνες που περιβάλλουν το άρθρο 24 Συντ. Προέχουσα σημασία έχει ιδίως η αξιοποίηση του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ., που αναγορεύει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας23, το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., που διασφαλίζει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας24 και, τέλος, το άρθρο 25 παρ. 1 και 4 Συντ. που αφενός υπογραμμίζει την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται ενγένει τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου και αφετέρου αξιώνει από όλους τους πολίτες να εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης25.

Οι ενλόγω διατάξεις με τη γενική εμβέλεια και την πολλαπλασιακή επενέργειά τους διαθέτουν μεγάλη διαπλαστική δύναμη για την κανονιστική οριοθέτηση και λειτουργία των επιμέρους ορισμών του άρθρου 24 Συντ. Δεν υπάρχει έτσι αμφιβολία ότι κάθε ερμηνευτικό εγχείρημα στην περιοχή της προστασίας του περιβάλλοντος επιβάλλεται να έχει ως βασικό γνώμονα και σταθερά αφενός το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου και αφετέρου τη δημιουργία των καλύτερων δυνατών όρων για την πραγμάτωση, υπό σύγχρονες συνθήκες, του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας26. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τη σχετική διεργασία πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια για την ενίσχυση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στην απόλαυση του φυσικού, πολεοδομικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, να τονίζεται δε παράλληλα η ευθύνη που επωμίζεται κάθε πολίτης για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

2. Η προστασία του περιβάλλοντος και η οικονομική ανάπτυξη αποτελούν σε κάθε σύγχρονη κοινωνία μεγέθη που συνήθως αντιπαρατίθενται και όχι σπάνια συγκρούονται. Το πρόβλημα της αναζήτησης ενός πρόσφορου ρυθμού για την από κοινού άρθρωση στην πράξη των δύο αυτών μειζόνων συνταγματικών αγαθών βρίσκεται μονίμως στην ημερήσια διάταξη. Η άμβλυνση και η άρση ανάλογων αντιθέσεων επιτυγχάνεται με ορισμούς που προσφέρονται κατεξοχήν να λειτουργήσουν προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Πρόκειται συγκεκριμένα για το άρθρο 17 παρ. 1 Συντ. που δεν επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την ιδιοκτησία εις βάρος του γενικού συμφέροντος και το άρθρο 106 παρ. 2 Συντ. που απαγορεύει την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, μεταξύ των άλλων, εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι δύο αυτοί βαρυσήμαντοι ορισμοί επιβάλλουν την κοινωνική διάπλαση της οικονομίας της αγοράς27 με βασικό στόχο από την άποψη που ενδιαφέρει την ανάλυσή μας – την προστασία του περιβάλλοντος σε όλες τις βασικές πτυχές του28.

3. Η προστασία του φυσικού και του πολεοδομικού περιβάλλοντος συνέχεται εξάλλου άμεσα και με ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα που εγγυάται το Σύνταγμα. Πρόκειται ιδίως για το δικαίωμα στην υγεία και την ομόλογη υποχρέωση της πολιτείας να φροντίζει γι΄ αυτήν (άρθρο 21 παρ. 3 Συντ.) καθώς επίσης το δικαίωμα απόκτησης κατοικίας από όσους στερούνται στέγης ή στεγάζονται ανεπαρκώς (άρθρο 21 παρ. 4 Συντ.). Η μέριμνα της πολιτείας για την προστασία της υγείας των πολιτών δεν θα είχε προφανώς νόημα χωρίς την παράλληλη προστασία κατά πρώτο του φυσικού και κατά δεύτερο λόγο του πολεοδομικού περιβάλλοντος. Επίσης, η επιτυχία κάθε σύγχρονης οικιστικής και στεγαστικής πολιτικής εξαρτάται από την προστασία, με αντεστραμμένη τώρα τη σειρά, του πολεοδομικού και του φυσικού περιβάλλοντος29. Εάν τέλος το Σύνταγμά μας περιελάμβανε -όπως θα έπρεπε- διατάξεις και για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών, τότε θα ήταν άμεση η συσχέτισή τους με την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος.

4. Ως συγγενείς θεματικά προς το άρθρο 24 προβάλλουν και οι ορισμοί του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 Συντ.30. Το περιεχόμενό τους είναι βέβαια μάλλον συμβατικού χαρακτήρα -αν προς στιγμήν παραβλεφθεί η σημασία τους για την οριοθέτηση της ιδιοκτησίας σε ειδικές περιπτώσεις- και φαίνεται να μην προσφέρεται για τον λεπτομερέστερο προσδιορισμό της προστασίας του περιβάλλοντος. Ανκαι η ένταξη των ενλόγω ορισμών στο Σύνταγμα δεν συμβάλλει «θεαματικά» στη συγκεκριμενοποίηση και την εξειδίκευσή της, η υπέρμετρη υποβάθμισή τους θα οδηγούσε ίσως, χωρίς μάλιστα αποχρώντα λόγο, στην πλήρη περιθωριοποίησή τους. Ορθότερο είναι λοιπόν να γίνει αποδεκτό ότι συνιστούν την τελευταία κατά σειρά απώτερη κανονιστική ζώνη που συνέχεται με το άρθρο 24 Συντ.

5. Οι τέσσερις επάλληλες κανονιστικές ζώνες που επισημάνθηκαν, με τη σχετική θεματική αυτοτέλειά τους και τη συνάρθρωσή τους με τον κορμό της προστασίας του περιβάλλοντος συνθέτουν μαζί του το διευρυμένο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει το Σύνταγμα για το σκοπό αυτό31. Η προσφυγή σε όλες και η από κοινού αξιοποίησή τους για τον πορισμό του περιεχομένου των ορισμών του άρθρου 24 Συντ. δεν είναι φυσικά πάντοτε αναγκαία. Ο ερμηνευτής καλείται να επιλέξει τις συναφείς διατάξεις που κατά περίπτωση -ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου προβλήματος που αντιμετωπίζει- συμβάλλουν στην κανονιστική οριοθέτηση και λειτουργία των ορισμών του άρθρου 24 Συντ.

Κατά τον προσδιορισμό έτσι του πολιτιστικού περιβάλλοντος φαίνεται να είναι ατελέσφορη η συνεκτίμηση του κοινωνικού δικαιώματος στην προστασία της υγείας, ίσως δε και του δικαιώματος στην απόκτηση στέγης. Αντίθετα, εποικοδομητική αποδεικνύεται συνήθως η αναγωγή στο σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αφού η ικανοποίηση και των δύο προϋποθέτει θέσει και δυνάμει την ύπαρξη μιας πολιτιστικής ταυτότητας ως σταθερού σημείου αναφοράς για την ανάπτυξη της λειτουργίας τους. Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος διαπλέκεται εξάλλου συχνά με την προστασία της υγείας, το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, τους κοινωνικά επιβεβλημένους περιορισμούς της ιδιοκτησίας σε μια εσωτερική συσχέτιση που μένει φυσικά να προσδιορισθεί κάθε φορά κατά τρόπο συγκεκριμένο. 

γ. Η αναγωγή σε συνταγματικές αρχές

1. Η ευρύτερη θεώρηση και πρόσληψη του συστήματος προστασίας του περιβάλλοντος που επιχειρήθηκε προηγουμένως -στηριζόμενη στις δοκιμασμένες μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος32, και ιδίως τη συστηματική και την τελεολογική- αναδεικνύουν το ουσιαστικό περιεχόμενό του σε όλες τις παραμέτρους και προεκτάσεις του. Προκειμένου να καταστεί πάντως αποτελεσματική η προβλεπόμενη προστασία, επιβάλλεται και ο δημιουργικός συγχρωτισμός και εμπλουτισμός της με ορισμένες αρχές του Συντάγματος, προ πάντων δε την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας. Οι ενλόγω αρχές επενεργούν ως δικλείδες ασφαλείας και ιμάντες για την πραγμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος, αφού χωρίς τη συνδρομή και τη διαμεσολάβησή τους αυτή θα παρέμενε είτε αδρανής είτε ατελέσφορη.

2. Η παραπληρωματική, ενπροκειμένω, λειτουργία της αρχής του κράτους δικαίου33 έρχεται να υπογραμμίσει το γεγονός, ότι σε μια σύγχρονη κοινωνία δεν νοείται προστασία του περιβάλλοντος χωρίς τις απότοκες αρχές και εγγυήσεις μιας δικαιοκρατούμενης πολιτείας. Ειδικότερα, η παρεχόμενη προστασία πρέπει να διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της χρηστής διοίκησης, την αρχή της διαφάνειας, την αρχή της εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη διοίκηση, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του πολίτη για αποφάσεις και ενέργειες που θίγουν τα συμφέροντά του, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κλπ. Αξίζει άλλωστε να τονισθεί ότι η αρχή του κράτους δικαίου, μεταφερόμενη στην περιοχή της προστασίας του περιβάλλοντος, προσλαμβάνει συχνά ειδική και σύνθετη αποστολή. Αποστολή, που συνίσταται στην μετά λόγου γνώσεως όλων των ενδιαφερομένων μερών ορθολογική αντιμετώπιση δυσχερών και οριακών προβλημάτων προστασίας του περιβάλλοντος και προώθησης της ανάπτυξης.

3. Η αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας εξάλλου -που κατά μία άποψη βρίσκει επαρκές έρεισμα στο Σύνταγμα34- διακρίνεται σαφώς ως προς το περιεχόμενο και τη λειτουργία της από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 Συντ.)35. Η τελευταία διαπερνά ως γνωστόν το κράτος σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις του. Αντίθετα, η δημοκρατική συμμετοχή προορίζεται ιδίως να εμφυσήσει δημοκρατική πνοή στην κοινωνία. Συγκεκριμένα, πρέπει να αξιοποιείται κατά την οργάνωση περισσοτέρων περιοχών της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, ενώ η εξάπλωσή της οδηγεί στην ιστορική ωρίμανση της δημοκρατικής αρχής. Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν προφανή βαρύτητα για το σύστημα προστασίας του περιβάλλοντος, διότι προσβλέπουν στον πολίτη και τις οργανώσεις του όχι απλώς ως φορείς ομόλογου δικαιώματος ή αποδέκτες ανάλογης υποχρέωσης, αλλά ως πρωταγωνιστές και υπεύθυνους παράγοντες για την πραγμάτωσή του. Χωρίς άλλωστε την ενεργό και συνειδητή συμμετοχή του πολίτη, η προστασία του περιβάλλοντος θα παρέμενε ενπολλοίς κολοβή και αναποτελεσματική. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, αποτελεί προνομιακό χώρο για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη θεσμών και πρακτικών συμμετοχικής δημοκρατίας.

δ. Αποτίμηση

Από την ανάλυση που προηγήθηκε γίνεται σαφές ότι το Σύνταγμά μας προστατεύει το περιβάλλον ενπρώτοις με ειδικές διατάξεις, που καθαυτές διαθέτουν μεγάλη κανονιστική εμβέλεια και πυκνότητα. Το άρθρο 24 Συντ. αποτελεί έτσι τον κορμό της παρεχόμενης προστασίας, που πλαισιώνεται πάντως από επάλληλες κανονιστικές ζώνες. Οι διατάξεις του άρθρου 24 Συντ. και οι άλλοι συναφείς ουσιαστικοί κανόνες συναρθρώνονται εντέλει διαλεκτικά σε ένα σύστημα. Με αυτούς τους όρους συγκροτείται ως ειδικό υποσύστημα του Καταστατικού μας Χάρτη -κατά το πρότυπο του οικονομικού Συντάγματος36- το περιβαλλοντικό Σύνταγμα. Οι βασικές παράμετροί του δεν περιορίζονται εξάλλου μόνον στους ουσιαστικούς κανόνες που, άμεσα ή έμμεσα, το συνθέτουν αλλά εκτείνονται και σε συνταγματικές αρχές που έλκονται για τη συγκεκριμενοποίηση και την εξειδίκευσή του. Πρόκειται για την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας, η αξιοποίηση των οποίων του προσδίδει ορθολογική λειτουργία και ευπρόσδεκτη δυναμική. Στο διευρυμένο αυτό ακριβώς περίγραμμα θεμελιώνεται το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, προσδιορίζεται δε επίσης το περιεχόμενο και η λειτουργία του.          

ΙΙΙ. Το περιεχόμενό του 

α. Οι βασικές πτυχές του

Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος καταλαμβάνει όλες τις βασικές πτυχές του. Το ισχύον Σύνταγμα μεριμνά μάλιστα το ίδιο για την καταγραφή και αποτύπωσή τους με την πρόβλεψη ειδικών ορισμών για κάθε μία χωριστά, καθιστώντας έτσι την προστασία που παρέχει περισσότερο απτή. Πρόκειται συγκεκριμένα για το φυσικό, το πολεοδομικό και το πολιτιστικό περιβάλλον με επιμέρους εσωτερικές διαφοροποιήσεις, ορισμένες από τις οποίες επισημαίνονται στη συνέχεια ως παραδείγματα. Η σκιαγράφηση της προστασίας τους συμβάλλει ασφαλώς στη διευκρίνιση του περιεχομένου του περιβαλλοντικού Συντάγματος.

β. Φυσικό περιβάλλον

1. Στο επίκεντρο του συντακτικού νομοθέτη βρίσκεται ενπρώτοις η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, όπως καταστρώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 1 Συντ.37. Ο σχετικός λιτός ορισμός διακρίνεται καθεαυτός για την ευρύτητά του, καταλαμβάνει δε αναμφίβολα κάθε μορφή φυσικού περιβάλλοντος. Ορισμένα παραδείγματα αρκούν για να προσδιορίσουν και να αναδείξουν την εμβέλειά του. Στον εξεταζόμενο ορισμό υπάγονται λ.χ. η προστασία των υγροβιοτόπων, των ευαίσθητων και ευπαθών οικοσυστημάτων, της χλωρίδας, της πανίδας, του υδροφόρου ορίζοντα, της ατμόσφαιρας, της θάλασσας, των λιμνών και λιμνοθαλασσών, των εθνικών πάρκων (δηλαδή των εθνικών δρυμών και των θαλασσίων πάρκων). Η απαρίθμηση που προηγήθηκε είναι ενδεικτική. Την έκταση της παρεχόμενης προστασίας μπορεί πάντως να αντιληφθεί κανείς καλύτερα, αν ανατρέξει στα άρθρα 18 και 19 του ν. 1650/198638 που αναφέρονται διεξοδικά και αναλυτικά στα αγαθά τα οποία συνθέτουν το φυσικό περιβάλλον.

2. Ειδική έκφανσή του αποτελούν εξάλλου τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, στην προστασία των οποίων αφιερώνει το Σύνταγμα ειδικούς και ασυνήθιστα εκτενείς ορισμούς (άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 3 και 4 και άρθρο 117 παρ. 3 και 4 Συντ.). Οι ενλόγω ορισμοί στοιχειοθετούν ένα ειδικότερο υποσύστημα, το σύστημα προστασίας δασών, το οποίο αποτελεί συγκεκριμενοποίηση και εξειδίκευση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσε ίσως να διερωτηθεί κανείς για τη χρησιμότητά τους. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ωστόσο απλή. Με την ένταξή τους στον Καταστατικό Χάρτη καταστρώνεται, σε σύγκριση με το καθεστώς που διέπει τις άλλες μορφές φυσικού περιβάλλοντος και τα φυσικά αγαθά, ένα ιδιαίτερα αυστηρό προστατευτικό καθεστώς39. Η διαφοροποίηση αυτή ακριβώς εξηγεί, νομίζω, επαρκώς το λόγο για τον οποίο συμπεριελήφθηκαν στο Σύνταγμα.

3. Το τελευταίο παράδειγμα φανερώνει τη δυναμική που χαρακτηρίζει το σύστημα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο δεν αποκλείεται κατά περίπτωση να «διασπάται» και να εξειδικεύεται σε περισσότερα επιμέρους υποσυστήμαrα. Τούτο συμβαίνει κατεξοχήν, όταν το Σύνταγμα περιλαμβάνει ειδικούς ορισμούς που ευνοούν ή επιβάλλουν αυτήν την προοπτική. Συμβαίνει όμως επίσης και όταν με ορισμούς της κοινής νομοθεσίας προσδιορίζεται η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με τη συγκρότηση επιμέρους υποσυστημάτων του40. Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται ότι έχει αποκτήσει επικαιρότητα με τη θέσπιση δέσμης ειδικών κανόνων της εθνικής μας νομοθεσίας αλλά και την παράλληλη ισχύ στην έννομη τάξη μας διεθνών και κοινοτικών κανόνων. Τα παραδείγματα της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, των υγροβιοτόπων, της χλωρίδας και της πανίδας είναι αποκαλυπτικά. Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος επενεργεί υπό αυτές τις συνθήκες συχνά ως μήτρα για τη δημιουργία περισσοτέρων επιμέρους υποσυστημάτων, τα οποία συνέχει πάντως εντέλει η ίδια κατά βάση συστηματική λογική.

γ. Πολεοδομικό και οικολογικό περιβάλλον

1. Μνεία για την προστασία του πολεοδομικού και οικιστικού  περιβάλλοντος δεν γίνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 1 Συντ.41. Στην πτυχή αυτή του περιβάλλοντος επιφυλάσσει όμως το Σύνταγμα ευάριθμους, διάσπαρτους και συχνά διαπλεκόμενους χωρίς συστηματική συνοχή ορισμούς στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του ίδιου άρθρου. Γι΄ αυτό ακριβώς κάθε εγχείρημα συστηματικής ερμηνείας και οριοθέτησής τους δεν είναι εύκολο και άμοιρο προβλημάτων. Ένα πάντως είναι βέβαιο. Ο συντακτικός νομοθέτης εξέφρασε με σαφήνεια τη βούλησή του να τεθεί επιτέλους τέρμα στο πολεοδομικό και οικιστικό χάος που κυριαρχούσε στη χώρα μας. Πολεοδομία (δηλαδή κτιριοδομία και ενεργός πολεοδομία), ανάπτυξη των οικισμών αλλά και γενικότερα κάθε οικιστική δραστηριότητα42 θα έπρεπε εφεξής να ρυθμίζονται με γνώμονα την ορθολογικότητα και βασικό στόχο την εξασφάλιση των κaλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Αυτές άλλωστε οι δύο σταθερές δεσπόζουν, άμεσα ή έμμεσα, σε όλους ανεξαιρέτως τους ορισμούς των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 24 Συντ. που συνθέτουν κατά βάση το σύστημα προστασίας του πολεοδομικού και οικιστικού περιβάλλοντος.

2. Ειδικότερες εκδηλώσεις της προστασίας του είναι ο σχεδιασμός των πόλεων, η προγραμματισμένη και οργανωμένη επέκτασή τους, η ανάπτυξη των οικισμών υπό σύγχρονες συνθήκες, η διαμόρφωση και ανάπλαση των πόλεων ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες των πολιτών και να εγγυώνται την ποιότητα της ζωής τους κλπ. Με άλλα λόγια, η προστασία του πολεοδομικού και οικιστικού περιβάλλοντος καταλαμβάνει υπό ευρεία έννοια κάθε πολεοδομική και οικιστική δραστηριότητα στις πόλεις, τις κωμοπόλεις, τα χωριά, την ύπαιθρο, στις περιοχές παραθεριστικής κατοικίας, σε διάφορες βιομηχανικές και παραγωγικές εγκαταστάσεις κλπ. Το περιεχόμενό της είναι συνεπώς εξαιρετικά ευρύ.

3. Πρέπει να σημειωθεί τέλος ότι -εν αντιθέσει προς το φυσικό περιβάλλον- είναι μάλλον δύσκολη η τυποποίηση και, κατ΄ επέκταση, η συγκρότηση περισσοτέρων επιμέρους υποσυστημάτων προστασίας που θα ήταν σε θέση να την εξειδικεύσουν. Ίσως οι περιβαλλοντικές πτυχές που συγκρίνονται εν προκειμένω και η ιδιαιτερότητα της πολεοδομίας και της οικιστικής ανάπτυξης να μην προσφέρονται γι΄ αυτόν τον σκοπό.

δ. Πολιτιστικό περιβάλλον

Εύλογη είναι επίσης η μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος43 , η οποία ανάγεται στο άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 1 Συντ. σε υποχρέωση του Κράτους44. Σ΄ αυτήν παραπέμπει και η παρ. 6 του άρθρου 24, διευκρινίζοντας ότι η παρεχόμενη προστασία καταλαμβάνει «τα μνημεία, τις παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία». Η αναφορά πάντως σε ορισμένες μόνον βασικές μορφές του είναι ασφαλώς ενδεικτική, αφού το Σύνταγμα καταλαμβάνει και κάθε άλλη μορφή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η άποψη αυτή ενισχύεται ενόψει του γεγονότος ότι οι μορφές οι οποίες κατονομάζονται διαπλέκονται συχνά μεταξύ τους εξαιτίας της γενικότητας και του ρευστού περιεχομένου τους.

Σε μία χώρα, της οποίας ο πολιτισμός αποτυπώνεται σε μνημεία πολλών επιμέρους ιστορικών περιόδων -από την προϊστορική εποχή έως τους σύγχρονους χρόνους- δεν αποτελεί πάντοτε ευχερές εγχείρημα η διάκριση των επιμέρους μορφών του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία απολύτως αμφιβολία ότι η προστασία που παρέχει το Σύνταγμα περιβάλλει κάθε μορφή του. Σ΄ αυτήν υπάγονται ειδικότερα αυτοτελή μνημεία με τον περιβάλλοντα χώρο τους, μνημειακά συγκροτήματα, παραδοσιακοί οικισμοί, γραπτά μνημεία της ιστορίας45 κτλ. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η χρονολόγησή τους είναι καταρχήν άνευ σημασίας, αφού κρίσιμη αποβαίνει σε τελική ανάλυση η συμβολή τους στην διάσωση, την ανάδειξη και την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολιτιστικού πλούτου της χώρας.

Και στην περίπτωση εξάλλου του πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι δυνατή η συγκρότηση επιμέρους υποσυστημάτων προστασίας του. Σε κάθε ανάλογο εγχείρημα πρέπει φυσικά να συνεκτιμώνται οι εγγενείς δυσκολίες και η ανάγκη συχνά «εξατομίκευσης» της προστασίας. Παρόλα αυτά, είναι δυνατή η διαμόρφωση ειδικών υποσυστημάτων λ.χ. για τους αρχαιολογικούς χώρους, τους παραδοσιακούς οικισμούς και τα μνημεία. Ό,τι δηλαδή επισημάνθηκε για το φυσικό ισχύει αναλογικά και για το πολιτιστικό περιβάλλον, του οποίου το περιεχόμενο προσλαμβάνει ο συντακτικός νομοθέτης οπωσδήποτε με εξαιρετικά μεγάλη ευρύτητα.

ε. Χωροταξία

Τέλος, το ισχύον Σύνταγμα ενδιαφέρεται για τη «χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας», την οποία υπαγάγει στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους (άρθρο 24 παρ. 2). Με τους συναφείς ορισμούς, η χωροταξία ως γενική συστηματική κατηγορία και λειτουργία46 συνέχει όλες τις βασικές πτυχές του περιβάλλοντος και προορίζεται να επενεργήσει ως καταλύτης για τη συγκεκριμενοποίησή τους στην πράξη. Αποτελεί κοινό τόπο, ότι σε ένα σύγχρονο κοινωνικό σχηματισμό η προστασία του φυσικού, του πολεοδομικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος χωρίς ορθολογικά κριτήρια αποβαίνει ανέφικτη. Γι΄ αυτό ακριβώς, η χωροταξική οργάνωση της χώρας αποτελεί -αν και για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης δεν φαίνεται να διαθέτει αυτοτέλεια- σε κάθε περίπτωση βασική συνιστώσα του περιβαλλοντικού Συντάγματος. Υπό αυτήν την έννοια, η σημασία της είναι από κάθε άποψη καθοριστική για την οριοθέτησή του.

στ. Ο προσδιορισμός του

Αξίζει να επισημανθεί, τέλος, ότι το περιεχόμενο του περιβαλλοντικού Συντάγματος προσδιορίζεται με βάση τους επιμέρους ορισμούς του άρθρου 24 Συντ. αλλά και όσους ορισμούς αποτελούν τις περιβάλλουσες κανονιστικές ζώνες του47. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για κάθε επιμέρους πτυχή και κάθε υποσύστημά του. Είναι αυτονόητο ότι χρήσιμη αποβαίνει κάθε φορά η προσφυγή στους ορισμούς και τις επιταγές, επέκεινα του άρθρου 24 Συντ., που είναι πράγματι σε θέση να εμπλουτίσουν και να φωτίσουν την εξεταζόμενη πτυχή του περιβαλλοντικού Συντάγματος. Κατά τον προσδιορισμό της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος πρέπει λ.χ. να συνεκτιμώνται η προστασία της αξίας του ανθρώπου και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του καθώς επίσης και η προστασία της υγείας. Η προέκταση και σε άλλους κανόνες που εντοπίσθηκαν προηγουμένως φαίνεται ενπροκειμένω μάλλον απρόσφορη. Ο προσδιορισμός του περιβαλλοντικού Συντάγματος προσλαμβάνει λοιπόν ανοικτό και δυναμικό χαρακτήρα, πρέπει δε να επιχειρείται ενόψει των κοινοτικών, οικονομικών και πολιτιστικών συνθηκών που διαμορφώνονται στο ιστορικό γίγνεσθαι.

IΝ. Η λειτουργία του

α. Ο σύνθετος χαρακτήρας της

1. Η κανονιστική λειτουργία που προορίζεται να επιτελέσει το περιβαλλοντικό Σύνταγμα είναι πολυεπίπεδη, σύνθετη και αναπτύσσεται προς περισσότερες κατευθύνσεις. Την πραγματικότητα αυτή δεν διέγνωσαν πάντως όσοι ασχολήθηκαν τα πρώτα χρόνια της ισχύος του με τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 24 Συντ. Κατά την αντίληψη που φαίνεται να επικράτησε αρχικά και της οποίας ο απόηχος είναι ακόμη αισθητός, στο ενλόγω άρθρο αναγνωρίζεται απλώς ένα ευρύτατα οριοθετημένο ομόλογο δικαίωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχετική συζήτηση προσανατολίσθηκε ενπολλοίς στη διευκρίνιση της μορφής του ως ατομικού ή κοινωνικού δικαιώματος48. Κατ΄ άλλη εξάλλου άποψη πρόκειται για «παραπληρωματικό» δικαίωμα που συνενώνει στοιχεία τόσο ατομικού όσο και κοινωνικού δικαιώματος49.

2. Μια ανάλογη προσέγγιση περιορίζει ωστόσο υπέρμετρα τη λειτουργία που καλείται να αναπτύξει το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, φαίνεται δε να μην ανταποκρίνεται στη βαθύτερη ουσία του. Ως αντίλογος θα μπορούσε ίσως να προβληθεί ότι το άρθρο 24 Συντ. περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του Καταστατικού Χάρτη για «τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα»50. Το επιχείρημα αυτό δεν αντέχει όμως σε κριτική βάσανο. Η προσεκτική ανάγνωση των επιμέρους ορισμών του μαρτυρεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, χωρίς να προσδιορίσει το χαρακτήρα της παρεχόμενης προστασίας ως δικαίωμα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι καμία διάταξη δεν αναφέρεται κατά τρόπο ρητό στην ενλόγω διάστασή του.

β. Η βασική επιταγή και οι αποδέκτες της

1. Το άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 2 Συντ. ορίζει ως προς το ζήτημα που εξετάζουμε: «Για τη διαφύλαξη του (περιβάλλοντος) το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα». Η ενλόγω διάταξη -το πνεύμα της οποίας, ας σημειωθεί, διαχέεται και στις παραγράφους 2 έως 6 του ίδιου άρθρου- έρχεται να τονίσει ότι στην προστασία του περιβάλλοντος προέχει η διαμόρφωση και άσκηση μιας συνολικής και συνεκτικής πολιτικής που επενδύεται σε προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα. Εύλογο είναι ότι σ΄ αυτά αντιστοιχούν επιμέρους δικαιώματα των πολιτών και των οργανώσεών τους που, σε απώτερη αναγωγή, θεμελιώνουν ομόλογο συνταγματικό δικαίωμα.

2. Η πρωταρχική λειτουργία του περιβαλλοντικού Συντάγματος εντοπίζεται στην υποχρέωση υπέχουν ex cοstitutiοηe όλα ανεξαιρέτως τα πολιτειακά όργανα να λαμβάνουν τα πρόσφορα κάθε φορά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος σε όλες τις πτυχές και όλες τις μορφές του. Ο ενλόγω ορισμός περιλαμβάνεται πάντως στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 που καταλαμβάνει μόνο το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Για την ταυτότητα του νομικού και του πραγματικού λόγου, πρέπει εντούτοις να γίνει αποδεκτό ότι εκτείνεται επίσης στο πολεοδομικό και οικιστικό περιβάλλον.

3. Η σχετική επιταγή απευθύνεται εξάλλου προς όλα τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας: τον (κοινό και κανονιστικό) νομοθέτη, τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Αυτά με την πολιτική, τις επιλογές, τις αποφάσεις και την ενγένει δράση τους οφείλουν να το προστατεύουν. Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα δεν υπαγάγει λοιπόν στο περιεχόμενο και τη λειτουργία του μόνον αποφάσεις που επενδύονται σε τυπικές πολιτειακές πράξεις (λ.χ. νόμους, κανονιστικές πράξεις, διοικητικές πράξεις και δικαστικές αποφάσεις). Η εμβέλειά του είναι ευρύτερη και παρακολουθεί τα πολιτειακά όργανα σε όλες τις πράξεις (ή παραλείψεις) και τις ενέργειές τους. Εάν συνειδητοποιηθεί αυτή η οριοθετημένη με ευρύτητα αποστολή του, θα αναδειχθεί πιο ανάγλυφα η δυναμική της λειτουργίας του. 

γ. Η αρχή της πρόληψης

1. Τα μέτρα που λαμβάνουν τα αρμόδια πολιτειακά όργανα επιβάλλεται να έχουν προεχόντως προληπτικό χαρακτήρα. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από το άρθρο 24 παρ. 1 πρότ. 2 Συντ. αλλά και από άλλες διατάξεις του. Κοινό γνώρισμα είναι έτσι, σε όλες τις επιμέρους επιλογές του συντακτικού νομοθέτη, η προνομιακή επεξεργασία και προώθηση μέτρων για την προληπτική προστασία του περιβάλλοντος. Η αρχή της πρόληψης συνεπώς, ως γενική αρχή του περιβαλλοντικού δικαίου, δεν καταστρώνεται απλώς σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας αλλά βρίσκει επαρκές έρεισμα στο Σύνταγμα και περιβάλλεται  με την περιωπή συνταγματικού κανόνα.

2. Τα όργανα της πολιτείας έχουν συνεπώς υποχρέωση, και όχι απλώς διακριτική ευχέρεια, να διαμορφώνουν την πολιτική και τη δράση τους προκρίνοντας προληπτικά μέτρα. Η λήψη κατασταλτικών μέτρων ακολουθεί πάντοτε ως λύση ανάγκης. Από την εσωτερική συσχέτισή τους γίνεται φανερό ότι η υποκατάσταση της πρόληψης από την καταστολή δεν ευθυγραμμίζεται προς το Σύνταγμα, εφόσον δεν δικαιολογείται πειστικά από τα πραγματικά δεδομένα του εξεταζόμενου προβλήματος. Εκτός αυτού, τα όργανα της ελληνικής πολιτείας όταν συμμετέχουν στη διαμόρφωση διεθνούς -περιφερειακής (στενής ή ευρείας) και οικουμενικής- νομοθετικής πολιτικής πρέπει να έχουν ως γνώμονα την αρχή της πρόληψης για τη διαμόρφωση των συγκεκριμένων κάθε φορά επιλογών51.

3. Κατά την αντιμετώπιση προβλημάτων προστασίας του περιβάλλοντος οι προσφερόμενες λύσεις αντιστοιχούν βασικά σε ένα τρίλημμα. Με τα μέτρα έτσι που λαμβάνονται και την πολιτική που ασκείται: α) αποσκοπείται η διατήρηση της «κατάστασης των πραγμάτων ως έχει», β) επιδιώκεται η δημιουργία προϋποθέσεων που εγγυώνται προοπτικά την αποκατάσταση της βλάβης που έχει ήδη επέλθει και, τέλος, γ) αναζητείται η διασφάλιση βέλτιστων όρων για την απόλαυση, από τον ευρύτερο δυνατό κύκλο προσώπων, των περιβαλλοντικών αγαθών. Ενόψει τούτου ερωτάται, ποιά επιλογή προκρίνει το Σύνταγμα κατά την αναζήτηση των πρόσφορων κάθε φορά λύσεων. Το πρόβλημα δεν έχει ως τώρα τεθεί και συζητηθεί σε μας με συστηματικές αναγωγές. Με αφετηρία και γνώμονα την προσφυγή στις ερμηνευτικές μεθόδους -διαμέσου των οποίων προσδιορίζεται το περιεχόμενο και η λειτουργία του περιβαλλοντικού Συντάγματος- ορθότερη θα ήταν η πρόταξη κατά κανόνα της τρίτης εκδοχής52.

Πράγματι, η διασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων για την προστασία του περιβάλλοντος διακρίνεται για την ποιοτική ανωτερότητά της και ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τη Βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Η θέση αυτή ενισχύεται και ενόψει των μεγάλων και δυσχερώς ελέγξιμων απειλών του περιβάλλοντος που συνεπάγονται αφενός η ραγδαία εξάπλωση της σύγχρονης τεχνολογίας και αφετέρου η άκριτη συχνά οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, κάθε πολιτική που αποσκοπεί είτε στη διατήρηση της υφισταμένης κατάστασης είτε στην αποκατάσταση απλώς επελθούσας βλάβης στο περιβάλλον έχει εξ ορισμού περιορισμένη εμβέλεια. Γι΄ αυτό ακριβώς το προβάδισμα πρέπει να αναγνωρίζεται σε όσα προληπτικά μέτρα εγγυώνται καλύτερα την απόλαυση των περιβαλλοντικών αγαθών. Λόγω της διαχρονικότητάς τους εξάλλου, επιβάλλεται να λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία τους και υπέρ των μελλοντικών γενεών. 

δ. Η προστασία του περιβάλλοντος ως δικαίωμα

1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναγνώριση ομόλογου δικαιώματος αποτελεί βασική παράμετρο της σύνθετης κανονιστικής λειτουργίας του περιβαλλοντικού Συντάγματος. Η αντιστροφή των κέντρων βάρους που επιχειρείται με την πρόταξη της βασικής επιταγής, δεν έχει λοιπόν την έννοια της υποβάθμισης της λειτουργίας του ως δικαιώματος. Αλλωστε η βασική επιταγή -όπως σημειώθηκε προηγουμένως53 – αντιστοιχεί, συγκεκριμενοποιούμενη και εξειδικευόμενη, σε επιμέρους συνταγματικά δικαιώματα. Επιταγή και δικαίωμα ως κύριες συνιστώσες της κανονιστικής λειτουργίας του περιβαλλοντικού Συντάγματος συνδέονται εντέλει σε μία διαλεκτική ενότητα.

2. Στο γενικό δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος, που θεμελιώνεται στο άρθρο 24 Συντ., αντιστοιχούν συγκεκριμένα επιμέρους δικαιώματα κάθε βασικής πτυχής του. Έτσι, θα μπορούσε να γίνει λόγος για το δικαίωμα στο φυσικό περιβάλλον, στο πολεοδομικό και οικιστικό περιβάλλον και, τέλος, στο πολιτιστικό περιβάλλον. Σε όσες περιπτώσεις εξάλλου τυποποιούνται μορφές κάθε πτυχής του, θα ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί και ειδικό δικαίωμα. Τούτο συμβαίνει λ.χ. με την προστασία των δασών, προς την οποία αντιστοιχεί το δικαίωμα στο δασικό περιβάλλον. Υπό αυτήν την έννοια, το γενικό δικαίωμα στο περιβάλλον επενεργεί ως μήτρα για την παραπέρα θεμελίωση ειδικών δικαιωμάτων.

Ενόψει της δυναμικής του περιβαλλοντικού Συντάγματος, είναι προφανής η δυσχέρεια να προσδιορισθούν σαφώς όλα τα ειδικά δικαιώματα, το περιεχόμενο των οποίων μάλιστα ορισμένες φορές επικαλύπτεται54. Από την εξεταζόμενη λειτουργία του πρέπει λοιπόν να συγκρατήσουμε προπάντων τη θεμελίωση ενός γενικού δικαιώματος, το οποίο επιδέχεται συγκεκριμενοποίηση και εξειδίκευση κάθε φορά ανάλογα με την πτυχή και τη μορφή του.

3. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο και η λειτουργία του ενλόγω δικαιώματος δεν διευκολύνει «την άνευ όρων» κατάταξή του στη γνωστή και παραδοσιακή διάκριση των δικαιωμάτων σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά55. Το γεγονός αυτό εξηγεί και την «αμηχανία» που διαπιστώνεται για τον χαρακτηρισμό του56. Κατά την ορθότερη άποψη, το δικαίωμα στο περιβάλλον συγκεντρώνει  -σε μία δυσχερώς προσδιορίσιμη μεταξύ τους αναλογία- γνωρίσματα ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού δικαιώματος. Ατομικού, διότι από τους επιμέρους ορισμούς του άρθρου 24 Συντ. προκύπτει ότι στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη εμπεριέχεται και η θεμελίωση ομόλογου δικαιώματος. Με την ενάσκησή του παρέχεται σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να διεκδικήσει από την Πολιτεία την πραγμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος. Το σχετικό δικαίωμα είναι φυσικά δυνατόν να ασκείται και συλλογικά, οπότε εμφανίζεται ως δικαίωμα συλλογικής δράσης57. Υπό αυτήν τη μορφή, η συμβολή του στην πράξη για την προστασία του περιβάλλοντος προσλαμβάνει άλλη διάσταση και βέβαια άλλη σημασία, αφού υπό ορισμένες προϋποθέσεις τείνει να αποκτήσει -στο πλαίσιο της συμμετοχικής δημοκρατίας58- την ποιότητα πολιτικού δικαιώματος. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν με ρητές διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπονται διαδικασίες για τη συμμετοχή συλλόγων, ενώσεων προσώπων κλπ. στη διαμόρφωση και τη λήψη κρίσιμων περιβαλλοντικά αποφάσεων. Η υποχρέωση της Πολιτείας, τέλος, να υιοθετεί ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα διευκολύνει τη θεώρηση του δικαιώματος στο περιβάλλον και ως κοινωνικού.

Ν. Συμπεράσματα

1. Στον Kαταστατικό Xάρτη μας θεμελιώνεται το περιβαλλοντικό Σύνταγμα, το οποίο συντίθεται από τις επιμέρους διατάξεις του άρθρου 24, τις επάλληλες κανονιστικές ζώνες που το περιβάλλουν και αρχές που συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάδειξη του περιεχομένου και της λειτουργίας του. Η ενλόγω θεωρητική κατασκευή αναδεικνύει έτσι δημιουργικά τη δυναμική που προσιδιάζει στην προστασία που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στο περιβάλλον και ανοίγει νέες προοπτικές για την πραγμάτωσή της στην καθημερινή ζωή μας.

2. Το περιεχόμενο του περιβαλλοντικού Συντάγματος διακρίνεται για το εύρος και τη μεγάλη εμβέλειά του, καταλαμβάνει δε όλες τις βασικές πτυχές του. Συγκεκριμένα, η προστασία του φυσικού, του πολεοδομικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συντακτικού νομοθέτη, ο οποίος με τις επιμέρους επιλογές του διευκολύνει την υπαγωγή στην παρεχόμενη προστασία και κάθε επιμέρους μορφής των βασικών πτυχών του.

3. Η κανονιστική λειτουργία που προορίζεται να επιτελέσει το περιβαλλοντικό Σύνταγμα είναι πολυεπίπεδη, σύνθετη και αναπτύσσεται προς περισσότερες κατευθύνσεις. Πρωταρχική σημασία έχει ενπροκειμένω η βασική επιταγή προς όλα τα όργανα της Πολιτείας να λαμβάνουν τα πρόσφορα κάθε φορά προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Αλλά και η αρχή της πρόληψης φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα. Ως ultimum refugium για την πραγμάτωση της προστασίας ή ως καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και εφαρμογή περιβαλλοντικής πολιτικής πρέπει, τέλος, να θεωρηθεί το δικαίωμα στο περιβάλλον σε όλες τις παραμέτρους και παραλλαγές του.

[1] Βλ. αμέσως παρακάτω ΙΙα 7.
[2] Βλ. Βουλή των Ελλήνων. Ε΄ Αναθεωρητική, Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, Αθήναι 1975, σ. 588 και, αντίστοιχα, σ. 634: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωσιν εκάστου. Το Κράτος δύναται να λαμβάνη ιδιαίτερα προστατευτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διατήρησιν αυτού. Ιδιαίτερος νόμος καθορίζει τα της προστασίας των δασών και της απαγορεύσεως μεταβολής του προορισμού των δασικών εκτάσεων. 2. Η διαμόρφωσις και ανάπτυξις των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών τελεί υπό την ρυθμιστικήν παρακολούθησιν και τον έλεγχον του Κράτους, επί τω τέλει της εξασφαλίσεως των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως και της εξυπηρετήσεως της λετουργικότητος αυτών. Δια νόμου δύναται να προβλέπηται αναγκαστική συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής, χαρακτηριζομένης ως οικιστικής, εις την επί τη βάσει εγκεκριμένου σχεδίου αξιοποίησιν και γενικήν διαρρύθμισιν ταύτης, δι΄ αντιπαροχής ίσης αξίας ακινήτων ή τμημάτων κατ΄ όροφον ιδιοκτησίας, εκ των τελικώς καθοριζομένων ως εκμεταλλευσίμων εκτάσεων της περιοχής».
3 Βλ. Βουλή των Ελλήνων. Ε΄ Αναθεωρητική, Σύνταγμα 1975. Διάταξις κατ΄ άρθρον επισήμων σχεδίων-τροπολογιών ψηφισθέντος τελικού κειμένου, Αθήναι 1976, σ. 149 επ. Στον τόμο αυτό παρατίθενται, ως γνωστόν, αφενός οι διατάξεις του Συντάγματος όπως διαμορφώθηκαν στις επιμέρους φάσεις της επεξεργασίας του και αφετέρου οι τροπολογίες που υποβλήθηκαν κατά την εξέλιξη της σχετικής διαδικασίας.
4 Τόμος με ομώνυμο τίτλο, Αθήνα 1975, σ. 35 επ. Την Ομάδα αποτελούσαν, κατ΄ αλφαβητική σειρά, οι Φ. Βεγλερής, Ξ. Γιαταγάνας, Γ. Κουμάντος, Αρ. Μάνεσης, Γ. Μαυρογορδάτος, Ν. Παπαντωνίου και Σπ. Πλασκοβίτης.
5 Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, Σύνταγμα για μία Ελλάδα δημοκρατική. Αθήνα 1975, σ. 52 επ.
6 Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική, Μάρτης 1975, σ. 38 επ.
7 Πρβλ. την αγόρευση του βουλευτή Α. Αστεριάδη (Ν.Δ.), όπ.π., (σημ. 2), σ. 465 επ.
8 «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωσιν εκάστου. Δι΄ ιδιαιτέρων νόμων ορίζονται προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς προστασίαν και διατήρησιν αυτού, ως και τα της ειδικής προστασίας των δασών και της απαγορεύσεως μεταβολής του προορισμού τούτων. 2. Η αναμόρφωσις και περαιτέρω ανάπτυξις των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών τελεί υπό την ρυθμιστικήν παρακολούθησιν και τον έλεγχον του Κράτους προς εξασφάλισιν των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως και εξυπηρέτησιν της λειτουργικότητος αυτών. Δια νόμου δύναται να προβλέπηται αναγκαστική συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής, χαρακτηριζομένης ως οικιστικής, εις την επί τη βάσει εγκεκριμένου σχεδίου αξιοποίησιν και γενικήν διαρρύθμισιν ταύτης, δι΄ αντιπαροχής ίσης αξίας ακινήτων ή τμημάτων κατ΄ όροφον ιδιοκτησίας, εκ των τελικώς καθοριζομένων ως οικοδομήσιμων χώρων ή κτιρίων της περιοχής αυτής».
9 Όπ.π., (σημ. 2), σ. 465-466 και σ. 555.
10 Βουλή των Ελλήνων. Ε΄ Αναθεωρητική, Επίσημα Εστενογραφημένα Πρακτικά της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975, Αθήναι 1975, σ. 421-425.
11 Όπ.π., (σημ. 7), σ. 421-423 και 424.
12 «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εκ της μολύνσεως, ρυπάνσεως ή οιασδήποτε αλλοιώσεως είναι δικαίωμα και υποχρέωσις εκάστου. Το Κράτος δι΄ ιδιαιτέρων νόμων προληπτικώς ή κατασταλτικώς ορίζει τα της τοιαύτης προστασίας του εδάφους, αέρος, υδάτων και ακτών και τα της χρήσεως αυτών, ως και της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των δασών και της απαγορεύσεως μεταβολής του προορισμού των. 2. Η ανάπτυξις και η ανάπλασις των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών τελούν υπό την ρυθμιστικήν παρακολούθησιν και τον έλεγχον του Κράτους προς εξασφάλισιν των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως και εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητος αυτών. Απαγορεύεται η ενεργοποίησις πάσης οικιστικής περιοχής πριν ή διασφαλισθή η παραχώρησις παρά των ιδιοκτητών της γης, άνευ αποζημιώσεως ή ανταλλάγματος παρά του Κράτους, των απαραιτήτων εν συνόλω χώρων δι΄ οδούς και δια κοινωφελείς χρήσεις ή σκοπούς, καθώς και η καταβολή των δαπανών δια την εκτέλεσιν των εις τους χώρους τούτους βασικών έργων υποδομής και επιφανείας, ως νόμος θέλει ορίσει. Δια του νόμου αυτού ορίζονται και τα της τακτοποιήσεως και αναγωγής του αναλογούντος ανά ιδιοκτησίαν ποσοστού εκτάσεως ή δαπάνης. Δια νόμου επίσης δύναται να προβλέπηται αναγκαστική συμμετοχή των ιδιοκτητών οικιστικής περιοχής εις τα επί τη βάσει εγκεκριμένου σχεδίου έξοδα αξιοποιήσεως και γενικής διαρρυθμίσεως ταύτης, δι΄ αντιπαροχής ίσης αξίας ακινήτων ή τμημάτων κατ΄ όροφον ιδιοκτησίας, εκ των τελικώς καθορισθησομένων ως οικοδομησίμων χώρων της περιοχής ταύτης».
13 Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Πρακτικό των Συνεδριάσεων της Βουλής επί των συζητήσεων του Συντάγματος 1975, Αθήναι 1975, σ. 537-552.
14 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αγορεύσεις των βουλευτών Κ. Αλαβάνου (ΕΚ-ΝΔ), σ. 537-538, 538-540, 540-541, Ι. Πεσμαζόγλιου (ΕΚ-ΝΔ), σ. 541-542, Δ. Ψηλού (ΝΔ), σ.542- 543, Στ. Στεφανόπουλου (ΝΔ), σ.543, Ανδρ. Ανδριανόπουλου (ΝΔ), σ. 543- 544, Αρ. Κατσαούνη (ΝΔ), σ. 544-545.
15 Το κλίμα ευφορίας, στο οποίο έγινε η σχετική συζήτηση, αποτυπώνεται με τρόπο ανάγλυφο στην αρχή της αγόρευσης του Κ. Αλαβάνου (ΕΚ-ΝΔ) που επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Το άρθρο 27, κ. συνάδελφοι, είναι ίσως το πλέον ενδιαφέρον άρθρον του Σχεδίου Συντάγματος. Eίναι πρωτοποριακό. Και στα πλαίσια βέβαια του κοινωνικού μας καθεστώτος είναι πρωτοποριακό», όπ.π., (σημ. 10), σ. 537. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
16 Καθοριστική υπήρξε και κατά τη συζήτηση του άρθρου 24 Συντ. στην Ολομέλεια της Βουλής η συμβολή του Υφυπουργού Δημοσίων Έργων Κ. Μπίρη (ΝΔ). Για τις επιμέρους παρεμβάσεις του βλ. όπ.π., σημ. 10.
17 Αξίζει να τονισθεί ότι το άρθρο 24 Συντ. έγινε ομόφωνα αποδεκτό από τα μέλη της λαϊκής αντιπροσωπείας. Η διάταξη ψηφίσθηκε με το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Η προστασία του φυσικού πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους, όπερ οφείλει να λαμβάνη ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξιν αυτού. 2. Τα μνημεία και αι παραδοσιακαί περιοχαί και στοιχεία τελούν υπό την προστασίαν του Κράτους. Νόμος θέλει ορίσει τα αναγκαία προς πραγματοποίησιν της προστασίας ταύτης περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, ως και το είδος και τον τρόπον αποζημιώσεως των ιδιοκτητών. 3. Νόμος ορίζει τα αφορώντα εις την προστασίαν των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δημοσίων δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, πλην αν προέχη δια την Εθνικήν Οικονομίαν η αγροτική εκμετάλλευσις τούτων ή άλλη χρήσις εκ δημοσίου συμφέροντος επιβαλλομένη. 4. Η χωροταξική αναδιάρθρωσις της Χώρας, η διαμόρφωσις, η ανάπυξις, η πολεοδόμησις και η επέκτασις των οικιστικών εν γένει περιοχών, τελεί υπό την ρυθμιστικήν αρμοδιότητα και τον έλεγχον του Κράτους, επί τω τέλει της εξυπηρετήσεως της λετουργικότητος και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των ενδεικνυομένων όρων διαβιώσεως (των οικιστών). 5. Προς αναγνώρισιν περιοχής ως οικιστικής και δια την πολεοδομικήν ενεργοποίησιν αυτής, αι περιλαμβανόμεναι εν αυτή ιδιοκτησίαι συμμετέχουν υποχρεωτικώς και άνευ αποζημιώσεως εις την διάθεσιν των απαραιτήτων εκτάσεων προς δημιουργίαν οδών, πλατειών και χώρων εν γένει κοινωφελούς χρήσεως και σκοπού ως και εις τας δαπάνας προς εκτέλεσιν των βασικών κοινοχρήστων πολεοδομικών έργων, ως νόμος ορίζει. 6. Νόμος δύναται να προβλέπη την αποζημίωσιν των εκ της αξιοποιήσεως θιγομένων ιδιοκτησιών δι΄ αντιπαροχής ίσης αξίας ακινήτων ή τμημάτων κατ΄ όροφον ιδιοκτησίας, εκ των τελικώς καθοριζομένων ως οικοδομησίμων χώρων ή κτιρίων της περιοχής αυτής. 7. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν εφαρμογήν και επί αναμορφώσεως υφισταμένων ήδη οικιστικών περιοχών. Αι εκ της αναμορφώσεως ελεύθεραι εκτάσεις διατίθενται προς δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων ή εκποιούνται προς κάλυψιν των δαπανών της πολεοδομικής αναμορφώσεως, ως νόμος ορίζει.». Κατά την ένταξή του στο κείμενο του ισχύοντος Συντάγματος συμπτύχθηκαν οι παράγραφοι 1 και 3 (= 1), η παράγραφος 2 μεταφέρθηκε στο τέλος και έλαβε τον αριθμό 6, ενώ ανάλογα αναριθμήθηκαν οι παράγραφοι 4, 5, 6 και 7 (= 2,3,4,5).
18 Η διάταξη περιελήφθηκε αρχικά στο άρθρο 111 παρ. 12 του Σχεδίου της Ολομελείας της Επιτροπής, επαναλήφθηκε δε με διαφορετικό περιεχόμενο στην παρ. 19 του άρθρου 111, όπως ψηφίσθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής. Βλ. Βουλή των Ελλήνων. Ε΄ Αναθεωρητική, Σύνταγμα 1975 κλπ., όπ.π. (σημ. 3), σ. 611 επ.
19 Η ενλόγω διάταξη ορίζει: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».
20 Συγκεκριμένα, οκτώ παραπομπές αντιστοιχούν στο Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης, έξι στο ιταλικό Σύνταγμα, τρεις στα γαλλικά Συντάγματα του 1946 και του 1958 και, τέλος, από μία στα Συντάγματα των ΗΠΑ, του Βελγίου και της Γιουγκοσλαβίας.
21 Αρθρο 9 εδ. β΄: «(Η Δημοκρατία) προστατεύει το τοπίο και την ιστορική και καλλιτεχνική περιουσία του Έθνους».
22 Στο κρίσιμο σημείο ορίζεται: «Για να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, οι εργαζόμενοι, οι πολίτες, οι οργανώσεις συνεταιρισμένης εργασίας, οι άλλες αυτοδιαχειριζόμενες οργανώσεις και κοινότητες και ολόκληρη η σοσιαλιστική κοινότητα εξασφαλίζουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να διατηρηθούν και να προαχθούν οι φυσικές και άλλες αξίες του περιβάλλοντος του ανθρώπου, που παρέχουν υγιή, ασφαλή και δημιουργική ζωή και εργασία στη σημερινή και τις μέλλουσες γενιές». Βλ. Κ. Μαυριά/Aντ. Παντελή, Συνταγματικά Κείμενα. Ελληνικά και ξένα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σ. 833.
23 Πρβλ. σχετικά Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα. Ατομικές Ελευθερίες, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 108 επ., Αθ. Ράικου, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, τεύχος β΄, Αθήνα 1984, σ. 7 επ., Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο. Τόμος Γ΄. Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σ. 147 επ. και σ. 266, Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Β΄, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 1133 επ.
24 Πρβλ. Αρ. Μάνεση, όπ.π. (σημ. 23), σ. 114 επ., Αθ. Ράικου, όπ.π. (σημ. 23), σ. 75. επ., Δ. Τσάτσου. όπ.π., (σημ. 23), σ. 267 επ., Πρ.  Δαγτόγλου, όπ.π., (σημ. 23), σ. 1142 επ.
25 Για τη σημασία και τη λειτουργία των ενλόγω διατάξεων πρβλ. Aντ. Μανιτάκη, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων. Αθήνα-Κομοτηνή 1981. σ. 114 επ.
26 Την άποψη αυτή είχε υποστηρίξει πρώτος ο Aλ. Σακελλαρόπουλος, Σκέψεις για το πρόβλημα του περιβάλλοντος από νομική σκοπιά, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 77 επ.. Βλ. ήδη και Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος: Ορισμένες νέες πτυχές. Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου, Χρονικά, Αθήνα 1991, σ. 70 επ.
27 Για το ζήτημα πρβλ. Αθ. Λιακόπουλου,  Η οικονομική ελευθερία αντικείμενο προστασίας στο δίκαιο του ανταγωνισμού, Αθήνα 1981, σ. 77 επ. και ιδίως 95 επ., Αρ. Μάνεση – Αντ. Μανιτάκη, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα. Γνωμοδότηση, ΝοΒ 1981, σ. 1199 επ., Πρ. Δαλτόγλου, όπ.π., (σημ. 23), σ. 1016 επ.
28 Πρβλ. Aλ. Σακελλαροπούλου, όπ.π., (σημ. 26), σ. 55 επ., Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π., (σημ. 26), σ. 71 επ.
29 Πρβλ. Αλ. Σακελλαροπούλου, όπ.π., (σημ. 26), σ. 49 επ., Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π., (σημ. 26), σ. 71 επ. 
30 Πρβλ. Πρ. Δαγτόγλου, όπ.π., (σημ. 23), σ. 970 επ., Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 – Cοrpus Ι, Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σ. 284 επ.
31 Βλ. ήδη Γ. Παπαδημητρίου, όπ.π., (σημ. 26), σ. 70 επ.
32 Για την προβληματική της ερμηνείας του Συντάγματος πρβλ. ιδίως Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 183 επ., Γ. Παπαδημητρίου, Το μεθοδολογικό οικοδόμημα της ερμηνείας του Συντάγματος, ΤοΣ 1991, σ. 201 επ., Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο. Θεωρητικό Θεμέλιο, τόμ. Α΄, Αθήνα- Κομοτηνή 1994, σ. 256 επ. και ιδίως 267 επ., Ευ. Βενιζέλου, Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 51 επ., 105 επ.
33 Για την αρχή αυτή πρβλ. Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο. Τόμος Β΄, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ.147 επ., Πρ. Δαλτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ.137 επ., Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα- Κομοτηνή 1993, σ.83 επ.
34 Πρβλ. Γ. Παπαδημητρίου, Συμμετοχική Δημοκρατία και Σύνταγμα στον τόμο: Κοινωνικές διεκδικήσεις και κρατικές πολιτικές (Επιμ. Κ. Σπανού), Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 17 επ.
35 Όπ.π.
36 Για την έννοια του οικονομικού Συντάγματος πρβλ. ιδίως Αθ. Λιακόπουλου, όπ.π., (σημ. 27), σ. 66 επ., Αρ. Μάνεση/Aντ. Μανιτάκη, όπ.π., (σημ. 27), σ. 1199 επ., Αρ. Μάνεση, όπ.π., (σημ. 23), σ. 151 επ., Ι. Βελέντζα, Η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας θεμελιώδες αντικείμενο του οικονομικού δικαίου, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 73 επ.
37 «Η προστασία του φυσικού….. περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
38 ΕτΚ Α΄, φ. 160/1986. «Για την προστασία του περιβάλλοντος». Ειδικά στο άρθρο 18 παρ. 3 του νόμου προβλέπονται οι εξής προστατευόμενες κατηγορίες: α) περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, β) περιοχές προστασίας της φύσης, γ) εθνικά πάρκα, δ) προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί και ε) περιοχές οικοανάπτυξης.
39 Τούτο δέχεται κατά πάγιο τρόπο η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3277/86, 1009, 3682, 4002, 4884/1987, 2778/1988, 664, 1121/1990, 1151/1991, 772, 2281/1992, 81, 412, 1035/1993). Πρβλ. επίσης Σοφ. Χαραλαμπίδη, Το φλέγον πρόβλημα προστασίας των δασών, Νόμος και Φύση 1994, σ. 113 επ. 
40 Εννοείται βέβαια κατ΄ επιταγή του Συντάγματος και εξειδίκευση των επιμέρους ορισμών του.
41 Στο άρθρο αυτό γίνεται, ως γνωστόν, μνεία μόνο για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
42 Πρβλ. σχετικά Β. Σκουρή, Χωροταξικό και Πολεοδομικό δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 35 επ., Δ. Χριστοφιλόπουλου, Χωροταξία- Πολεοδομία. Αθήνα 1984, σ. 243 επ., Κ. Χορομίδη, Το δίκαιο  ρυμοτομίας και του πολεοδομικού σχεδιασμού, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 40 επ.
43 Πρβλ. Ελ. Τροβά, Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγμα του 1975/86, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 51 επ. και 73 επ. και Αν. Τάχου, Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 113 επ. Για τον ειδικότερο προσδιορισμό του πολιτιστικού περιβάλλοντος βλ. το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 360/1976«περί χωροταξίας και περιβάλλοντος», όπου αναφέρεται επί λέξει: «τα ανθρωπογενή στοιχεία πολιτισμού και χαρακτηριστικά, ως ταύτα διεμορφώθησαν εκ της παρεμβάσεως και των σχέσεων του ανθρώπου μετά του φυσικού περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων των ιστορικών χώρων ως και της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής εν γένει κληρονομίας της Χώρας».
44 «Η προστασία του ……… πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
45 Για τον ορισμό των «πολιτιστικών αγαθών» βλ. ενδεικτικά το άρθρο 1 του ν. 1114/1981 «Περί κυρώσεως της εις Χάγην την 14.5.1954 υπογραφείσης Συμβάσεως «Περί προστασίας των πολιτιστικών αγαθών εν περιπτώσει ενόπλου συρράξεως μετά του Κανονισμού εκτελέσεως αυτής, του Πρωτοκόλλου και των υπ΄ αριθ. Ι, ΙΙ και ΙΙΙ αποφάσεων της διασκέψεως» (ΕτΚ Α΄, φ. 6/8.1.1981). Επίσης πρβλ. το άρθρο 1 του ν. 1103/1980 «Περί κυρώσεως της εις Παρισίους την 17.11.1970 υπογραφείσης Διεθνούς Συμβάσεως αφορώσης εις τα ληπτέα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών» (ΕτΚ Α΄, φ. 297/29.12.1980). Τέλος, για την έννοια της «πολιτιστικής κληρονομιάς» βλ. ενδεικτικά άρθρο 1 του ν. 1126/1981 «Περί κυρώσεως της εις Παρισίους την 23.11.1972 υπογραφείσης Διεθνούς Συμβάσεως δια την προστασίαν της Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομίας» (ΕτΚ Α΄, φ. 32/10.2.1981).
46 Πρβλ. Β. Σκουρή, όπ.π., (σημ. 42), σ. 28 επ. και Ν. Ρόζου, Η νομική προβληματική του χωροταξικού σχεδιασμού, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 39 επ. και 131 επ.
47 Βλ. παραπάνω ΙΙ, β.
48 Πρβλ. σχετικά Γλ. Σιούτη, Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 48 επ., Δ. Ηίκa. Η νομική προβληματική της προστασίας του περιβάλλοντος, Αθήνα-Κοματηνή 1985, σ. 22 επ.
49 Την άποψη αυτή υποστηρίζει η Γλ. Σιούτη, όπ.π., σ. 58 επ.
50 Βλ. άρθρα 4-25 Συντ.
51 Όπως π.χ. στη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1992). Πρβλ. Π. Γρηγορίου/Γ. Σαμιώτη/ Γρ. Τσάλτα, Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (Riο de Jaηeirο) για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη – Νομική και Θεσμική Διάσταση, Αθήνα 1993.
52 Υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι απαιτούμενοι κατά την επιλογή αυτή πόροι δεν είναι απαγορευτικοί.
53 Βλ. παραπάνω IΝ β.
54 Τούτο συμβαίνει λ.χ. με το δικαίωμα στο φυσικό και το δικαίωμα στο πολιτιστικό περιβάλλον, όταν πρόκειται να προστατευθεί εθνικός δρυμός στον οποίο περιλαμβάνεται και αρχαιολογικός χώρος.
55 ΠρΒλ. σχετικά Αρ. Μάνεση, όπ.π., (σημ. 23), σ. 18 επ., Δ. Τσάτσου, όπ.π., (σημ. 23), σ. 192 επ.
56 Βλ. αμέσως παραπάνω ΙΝ α 1.
57 Πρβλ. Αρ. Μάνεση, όπ.π., (σημ. 23), σ. 43 επ.
58 Βλ. παραπάνω ΙΙ γ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιώργος Σιακαντάρης: Μεταπολιτική - Το σημερινό όνομα του παλαιού νεοφιλελευθερισμού

Αναδημοσίευση από i-eidiseis.gr  31.10.2023 Η δυτική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν απειλείται πλέον από συνταγματάρχες, πραξικοπήματα κα...