Οι
πόλεις υπήρξαν ανέκαθεν τόποι εκδήλωσης αστικών κινημάτων, άλλοτε μεγαλύτερης
και άλλοτε μικρότερης εμβέλειας, ως αποτέλεσμα των κοινωνικών αντιθέσεων και
των διεκδικήσεων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Κατά την τρέχουσα οικονομική
κρίση, οι κοινωνικές εντάσεις πολλαπλασιάστηκαν και εκδηλώθηκαν αρκετές φορές
μέσα από πολιτικές αντιπαραθέσεις ή/και βίαιες συγκρούσεις, συχνά σε συνδυασμό
με την αμφισβήτηση του συνολικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα
στις μεγάλες πόλεις του ευρωπαϊκού νότου. Σε πολλές περιπτώσεις τα σύγχρονα
αστικά κινήματα συνδέθηκαν με την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών συλλογικής
οργάνωσης, όπως διάφορες μορφές κοινωνικής οικονομίας, ως μέσο εξόδου από την
κρίση.
Η
ανάγκη αντιμετώπισης των πρόσθετων κοινωνικών και γεωγραφικών αδικιών και
ανισοτήτων που προκαλεί η τρέχουσα κρίση καθιστά επίκαιρο το ζήτημα της δίκαιης πόλης, μιας πόλης που εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών στη
λήψη αποφάσεων, στις ευκαιρίες και τις εξυπηρετήσεις που προσφέρει η πόλη.
Καθώς η αναζήτηση της δίκαιης πόλης συνδέεται με ζητήματα νομιμοποίησης της
εξουσίας και κατανομής του παραγόμενου κόστους και οφέλους, δεν υπάρχουν
εύκολες και αναμφισβήτητες απαντήσεις. Ένα πειστικό όραμα μιας δίκαιης πόλης θα
πρέπει να εξηγήσει πώς θα επιτύχει ταυτόχρονα κοινωνική ευημερία και ισότητα,
προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης που οδηγούν στη δημιουργία θέσεων
εργασίας και προωθούν την κοινωνική συνοχή.
Η δίκαιη πόλη θα
πρέπει να ενσωματώσει δημιουργικά όλες τις κοινωνικές ομάδες πέραν του
αυτονόητου ενδιαφέροντος για τις μη προνομιούχες ομάδες. Η σύνθεση των επιδιώξεων όλων
των κοινωνικών ομάδων και η ισότιμη πρόσβαση στις ευκαιρίες της αστικής
ανάπτυξης σε σχέση με την επιδίωξη πραγματικής ισότητας θα πρέπει να
αποτελέσουν τον άξονα του οράματος της δίκαιης πόλης. Η συμμετοχή στις
αποφάσεις και ο δημοκρατικός πλουραλισμός δεν αρκούν ούτε για να άρουν την
κυριαρχία ομάδων που διαθέτουν περισσότερες πηγές δύναμης και γνώσης ούτε για
να αποτρέψουν τις ακραίες καταστάσεις και συμπεριφορές όπως είναι ο κοινωνικός
αποκλεισμός και η άσκηση βίας. Η δίκαιη
πόλη θα πρέπει να επιλύει θεσμικά και συναινετικά τα ζητήματα που αναπόφευκτα
θα προκύπτουν, μέσω της αναγνώρισης και του σεβασμού των βασικών ανθρώπινων
δικαιωμάτων, τα οποία δεν θα μπορούν να περιορίζονται ούτε από συγκυριακές
πλειοψηφίες ούτε από δυναμικές μειοψηφίες.
Η εφαρμογή των
αρχών της δίκαιης πόλης συνεπάγεται συνεχή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, αλλά
και κατανόηση του γεγονότος ότι η πραγματοποίηση των οραμάτων συνδέεται με τα
πραγματικά δεδομένα.
Στο βαθμό που οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαφορές και συγκρούσεις
παράγονται από εγγενείς δομές και αντιφάσεις της αστικής ανάπτυξης, το αίτημα
για μια δίκαιη πόλη, θα αποτελεί επίκαιρο και διαρκές αίτημα αυτογνωσίας και
κριτικού αναστοχασμού.