Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Θέσεις και θεµατικές για τις πόλεις και την οικονοµική κρίση


της Οµάδας Πρωτοβουλίας ‘ΠΟΛΗ+ΚΡΙΣΗ’

Αναδημοσίευση από: Ενημερωτικό Δελτίο «Π12» (του Συλλόγου Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης )

Η οµάδα πρωτοβουλίας ‘Πόλη+Κρίση’ ξεκίνησε µε κεντρική επιδίωξη την τεκµηρίωση και διάδοση ιδεών, αντιλήψεων και εµπειριών για τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στις πόλεις, αλλά και για τις αντοχές και τους τρόπους ανταπόκρισης των πόλεων στην οικονοµική κρίση. Στην προσπάθεια αυτή εξετάζονται κριτικά όλες οι διαφορετικές, ατοµικές και συλλογικές, προσεγγίσεις χωρίς εξαιρέσεις, αποκλεισµούς και προτεραιότητες. Στις µελλοντικές δραστηριότητες της οµάδας περιλαµβάνονται έρευνες, δηµοσιεύσεις, διαλέξεις, συζητήσεις και ενηµερωτικές παρεµβάσεις στον τύπο και το διαδίκτυο. Οι θέσεις και θεµατικές που ακολουθούν ανοίγουν συµβολικά και ουσιαστικά την αυλαία αυτών των δραστηριοτήτων. Τον ιδρυτικό πυρήνα της οµάδας αποτελούν οι Αθηνά Βιτοπούλου, Αρχιτέκτων ΑΠΘ, DEA Ecoles d' Architecture - Institut Français d' Urbanisme, Doctorat EHESS, Γεωργία Γεµενετζή, Αρχιτέκτων ΑΠΘ, Μεταπτυχιακό ∆ίπλωµα Πολεοδοµίας ΕΜΠ, ∆ρ ΑΠΘ, Αθηνά Γιαννακού, Αρχιτέκτων ΑΠΘ, MSc, PhD LSE, εκλεγµένη Αν. Καθ. Τµήµατος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης ΑΠΘ, Γρηγόρης Καυκαλάς, Αρχιτέκτων ΕΜΠ, ΜΑ, DPhil Sussex, ∆ρ ΑΠΘ, Καθηγητής Τµήµατος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, Αναστασία Τασοπούλου, Χωροτάκτης- Πολεοδόµος Μηχ. ΠΘ, MSc UCL, ∆ρ ΑΠΘ.

…ΓΙΑΤΙ Η ΚΡΙΣΗ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ;
Μπορεί η κρίση και η ύφεση να εµφανίζονται αρχικά στη σφαίρα της εθνικής οικονοµίας, όµως οι συνέπειές τους και ο τρόπος που εκδηλώνονται στους επιµέρους τόπους διαφέρουν. Οι πόλεις, από την ίδια τη φύση τους, υφίστανται διαχρονικά µεγάλες αλλαγές εξαιτίας των οικονοµικών διακυµάνσεων, µε αποτέλεσµα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες απέναντι σε κάθε µορφή κρίσης. Στις πόλεις, για παράδειγµα, έγιναν ιδιαίτερα αισθητές οι αλλαγές που επήλθαν σε περιόδους αποβιοµηχάνισης, που συνοδεύτηκαν από τη συρρίκνωση των κεντρικών περιοχών και την εγκατάλειψή τους από όσες δραστηριότητες δεν µπόρεσαν να επιβιώσουν. Κατά την τελευταία εικοσαετία, οι πόλεις είχαν αποτελέσει αφενός τόπους συγκέντρωσης δηµόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων σε αστικά ακίνητα και υποδοµές και αφετέρου τόπους µεγάλης επέκτασης των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του χρηµατοπιστωτικού τοµέα και του εµπορίου, µε αποτέλεσµα να δοκιµάζονται εντονότερα από την τρέχουσα οικονοµική κρίση.

Στις µεγάλες πόλεις η συνθετότητα της οικονοµικής και κοινωνικής γεωγραφίας, σε συνδυασµό µε τη συσσώρευση περιβαλλοντικών προβληµάτων, αναδεικνύουν µε µεγαλύτερη ένταση πολλές από τις οικονοµικές και κοινωνικές πλευρές της κρίσης, όπως είναι το κλείσιµο ή η χρεοκοπία των επιχειρήσεων, η ανεργία και η υποαπασχόληση, οι κατασχέσεις ακινήτων και η φτώχεια.
Πρόκειται για παράγοντες που οδηγούν σε σοβαρά προβλήµατα συρρίκνωσης, απαξίωσης και υποβάθµισης συγκεκριµένων ζωνών ή περιοχών της πόλης. Για παράδειγµα, το µαζικό κλείσιµο των εµπορικών επιχειρήσεων και η αύξηση των κενών καταστηµάτων σε βασικούς εµπορικούς δρόµους πολλών ελληνικών πόλεων, οδηγεί στην απαξίωση του κτιριακού αποθέµατος, στην ερήµωση ολόκληρων ζωνών και σε νέα προβλήµατα υποβάθµισης του αστικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα οι πόλεις που εξαρτήθηκαν για µεγάλο χρονικό διάστηµα από την εσωτερική κατανάλωση που τροφοδοτούσαν οι εισοδηµατικές επιδοτήσεις και η απασχόληση στο δηµόσιο τοµέα, είναι ακόµα πιο ευάλωτες στη δηµοσιονοµική κρίση. Η κρίση των πόλεων εντείνεται και από τα οργανωτικά και χρηµατοδοτικά ελλείµµατα των τοπικών αυτοδιοικήσεων και εποµένως από την αδυναµία τους να ανταποκριθούν στις αυξανόµενες οικονοµικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες των πολιτών.
Για την αντιµετώπιση των συνεπειών της κρίσης δεν υπάρχουν έτοιµες ή γρήγορες λύσεις που να µπορούν να εφαρµοστούν γενικά, χωρίς να ληφθούν υπόψη τόσο οι ιδιαιτερότητες της εθνικής οικονοµίας και του κοινωνικο-πολιτικού συστήµατος όσο και των ίδιων των πόλεων. Η κατανόηση αυτών των συνθηκών σε περίοδο κρίσης αποτελεί το πρώτο ουσιαστικό βήµα για την ανίχνευση, αξιολόγηση και βελτίωση των πολιτικών και εργαλείων αντιµετώπισης των προβληµάτων των πόλεων.


…ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ;
Η οικονοµική κρίση προκαλεί διαφοροποίηση των ατοµικών και συλλογικών συµπεριφορών που κατευθύνονται στην εκµετάλλευση τυχόν διαθέσιµων περιβαλλοντικών πόρων για την αντιµετώπιση έκτακτων αναγκών, µε αποτέλεσµα την επιδείνωση ή/και την εµφάνιση νέων πιέσεων και προβληµάτων στο αστικό περιβάλλον. Οι αρνητικές συνέπειες της οικονοµικής κρίσης στο αστικό περιβάλλον γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα µεγάλα αστικά κέντρα, όπου, για παράδειγµα, η κάλυψη των αναγκών θέρµανσης µε τη χρήση καυσόξυλων ή άλλης βιοµάζας - ακόµα και κάθε είδους ακατάλληλων υλικών- αυξάνει τη συγκέντρωση των αιωρούµενων σωµατιδίων πάνω από τα επιτρεπτά όρια, προκαλώντας έτσι κινδύνους για τη δηµόσια υγεία.
Λιγότερο φανερές, αλλά εξίσου σοβαρές, είναι οι επιπτώσεις που προκαλούνται από τις υποχρεωτικές διαρθρωτικές µεταβολές.
Για παράδειγµα, η απλοποίηση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης λόγω της κρίσης προκειµένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις, µπορεί να οδηγήσει σε απώλεια κρίσιµων φυσικών πόρων ή ακύρωση σηµαντικών περιβαλλοντικών κεκτηµένων. Επίσης, η ανεπαρκής στελέχωση και χρηµατοδότηση των αρµόδιων υπηρεσιών για θέµατα παρακολούθησης και ελέγχου του περιβάλλοντος, π.χ. των υπηρεσιών για την ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και του κτηµατολογίου, αδυνατίζει αντικειµενικά τις προϋποθέσεις της περιβαλλοντικής προστασίας.
Παράλληλα, καταγράφονται και ορισµένες άµεσες θετικές συνέπειες της κρίσης για το αστικό περιβάλλον, όπως είναι ο περιορισµός της υπερκατανάλωσης, η µείωση της ρύπανσης λόγω µείωσης της κυκλοφορίας των οχηµάτων και η αναστολή των ρυθµών αστικής διάχυσης και προαστιακής ανάπτυξης. Η κρίση µπορεί ακόµη να αποτελέσει και ευκαιρία για την ενεργοποίηση µηχανισµών προστασίας του περιβάλλοντος, αν η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας συνδεθεί µε την ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών πόρων και τη χρήση ανανεώσιµων πηγών ενέργειας. Στις δυνητικά
θετικές πλευρές των συνεπειών της οικονοµικής κρίσης µπορεί να καταγραφούν και διάφορες αναδυόµενες δραστηριότητες, όπως για παράδειγµα η αναζωογόνηση της αστικής γεωργίας στα όρια των πόλεων, ως µια νέα τάση που φέρνει τους κατοίκους της πόλης σε άµεση επαφή µε τη γη και το περιβάλλον, αλλά και ως πρακτική αύξησης των πράσινων χώρων και βελτίωσης του µικροκλίµατος.


…ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΤΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ;
Στο κοινωνικό επίπεδο, η κρίση υπονοµεύει τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, καθώς η συνεχώς αυξανόµενη ανεργία - επακόλουθο της παρατεταµένης ύφεσης- πολλαπλασιάζει τα φαινόµενα κοινωνικού αποκλεισµού και περιθωριοποίησης και ενισχύει τους παράγοντες αύξησης της παραβατικότητας και εγκληµατικότητας. Η εµφάνιση των νεοάστεγων και νεόπτωχων, και γενικότερα µιας σηµαντικής µερίδας του αστικού πληθυσµού που εµφανίζει αδυναµία κάλυψης των βασικών του αναγκών, οδηγεί στη διαµόρφωση περιθωριοποιηµένων κοινωνικών οµάδων µε αµφίβολη προοπτική επανένταξης στην οικονοµική και κοινωνική ζωή της πόλης.
Γενικότερα, οι συνέπειες της οικονοµικής κρίσης οδηγούν σε σηµαντική αλλοίωση της κοινωνικής και δηµογραφικής βάσης των πόλεων και έχουν άµεσο και έµµεσο χωρικό αντίκτυπο. Οι τάσεις απώλειας πληθυσµού των κεντρικών περιοχών των µεγάλων πόλεων, συµβάλλει περαιτέρω στην υποβάθµιση και κυρίως στην αδυναµία ανάκαµψης  εκτεταµένων αστικών περιοχών. Η µαζική φυγή νέων επιστηµόνων, συχνά µε υψηλά προσόντα, το λεγόµενο ‘brain drain’, που αποτελεί έτσι κι αλλιώς ένα χρόνιο πρόβληµα των πιο αδύναµων οικονοµιών, εντείνεται λόγω της οικονοµικής κρίσης και της χαµηλής ζήτησης για ειδικευµένο επιστηµονικό δυναµικό στην αγορά εργασίας. Η µετανάστευση των νέων επιστηµόνων στερεί τις πόλεις από δηµιουργικές δυνάµεις και συντελεί στην αύξηση του ποσοστού γήρανσης του αστικού πληθυσµού υπονοµεύοντας έτσι πολλαπλά τις προοπτικές ανάκαµψης των πόλεων. Από την άλλη πλευρά, οι ροές εσωτερικής µετανάστευσης αναπροσαρµόζονται µέσα στην κρίση και άτοµα µε δεξιότητες, γνώση και εµπειρία κινούνται αντίστροφα, από τις µεγάλες προς τις µικρότερες πόλεις και την ύπαιθρο, συµβάλλοντας έτσι
αφενός στην ελάφρυνση των αστικών προβληµάτων και αφετέρου στην αναζωογόνηση των τόπων εγκατάστασης αυτού του πρώην αστικού πληθυσµού. Η µεταβολή των µεταναστευτικών ροών συµπληρώνεται και από τον εκ των πραγµάτων δραστικό περιορισµό της εισροής αλλά και την τάση επιστροφής πολλών οικονοµικών µεταναστών στους τόπους καταγωγής τους.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σηµειωθεί ότι στις συνθήκες της οικονοµικής κρίσης, αναδύονται και ενισχύονται τάσεις συλλογικότητας, µέσα από πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και προσφοράς σε ευπαθείς κοινωνικές οµάδες, ένα φαινόµενο που σηµατοδοτεί την ανάκτηση της κοινωνικής εµπιστοσύνης και µπορεί να αποτελέσει προποµπό τόνωσης της κοινωνικής συνοχής.


…ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΛΥΣΗ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗΣ;

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αναπτύχθηκαν προσεγγίσεις παρέµβασης και θεσµικές διαδικασίες, πρακτικές και εργαλεία σχεδιασµού που είχαν στόχο την αλλαγή της εικόνας των πόλεων, την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και την προσέλκυση νέων επενδύσεων για την αναζωογόνηση της τοπικής οικονοµίας. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις υλοποιήθηκαν επεµβάσεις ‘αστικής αναγέννησης’, όπου µεγάλες εκτάσεις αστικής γης υπέστησαν µια διαδικασία κεφαλαιοποίησης, µέσω της οποίας τίτλοι δηµόσιας και ιδιωτικής περιουσίας πωλήθηκαν σε σχετικά χαµηλές τιµές, ενώ τα αναµενόµενα µελλοντικά κέρδη από την αξιοποίησή τους προσέλκυσαν κύµατα νέων ιδιωτικών επενδύσεων.
Ο κύριος στόχος αυτών των επεµβάσεων ήταν η οικονοµική αναγέννηση περιοχών που βρέθηκαν στη δίνη τοπικών κρίσεων αποβιοµηχάνισης λόγω της κατάρρευσης κλάδων του δευτερογενούς τοµέα σε συγκεκριµένες πόλεις και περιφέρειες. Οι επεµβάσεις ‘αστικής αναγέννησης’ προσέφεραν την οικονοµική βάση για να ξεκινήσει η µετάβαση των τοπικών οικονοµιών σε µια πιο διαφοροποιηµένη και διεθνοποιηµένη οικονοµία, µε αυξηµένη έµφαση στον τριτογενή τοµέα (εµπόριο, αναψυχή, πρόνοια, υπηρεσίες, τουρισµός), αλλά και σε αναδυόµενους τοµείς υψηλής τεχνολογίας επικοινωνιών και πληροφορικής. Οι επεµβάσεις ‘αστικής αναγέννησης’ οδήγησαν σε διάφορες µορφές εξευγενισµού που παρείχαν µια προσωρινή, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, λύση για εντοπισµένες µορφές αστικής κρίσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν µέρος των σηµερινών προβληµάτων που χαρακτηρίζουν την αστική ανάπτυξη, καθώς δηµιούργησαν τεχνητή ‘υπερπροσφορά’ οικιστικού ή γραφειακού αποθέµατος, χώρων υπηρεσιών ή κατανάλωσης, µε διογκωµένη υπεραξία, η οποία µε τη σειρά της τροφοδότησε την τρέχουσα οικονοµική κρίση. Θα πρέπει όµως να υπογραµµιστεί ότι οι επεµβάσεις ‘αστικής αναγέννησης’ και συνεπώς οι σηµαντικές επενδύσεις από την πλευρά του ιδιωτικού τοµέα, πραγµατοποιήθηκαν σε µια περίοδο που δεν χαρακτηριζόταν από γενικευµένη κρίση αλλά από θετικές προοπτικές οικονοµικής ανάπτυξης και ευηµερίας. Σήµερα, στο πλαίσιο της γενικευµένης κρίσης και ύφεσης, το ερώτηµα που τίθεται είναι αν τα εργαλεία, οι διαδικασίες και οι µηχανισµοί που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν, µέσω των προγραµµάτων αστικής αναγέννησης, είναι κατάλληλα για να αντιµετωπίσουν τα νέα αστικά προβλήµατα, οικονοµικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής φύσης, που προκύπτουν ακριβώς ως συνέπεια των προηγούµενων τρόπων οικονοµικής και ειδικότερα αστικής ανάπτυξης.



…ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΕΙ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ;
Η στενή σχέση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα µε τις επενδύσεις σε αστικά ακίνητα, µέσω της αξιοποίησής τους ως προνοµιακή µορφή πλασµατικού κεφαλαίου, βρίσκεται στον πυρήνα της σηµερινής γενικευµένης οικονοµικής κρίσης, η έναρξη της οποίας χρονολογείται το 2008 ως συνέπεια της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ. Η τροφοδότηση της ‘φούσκας’ των ακινήτων µέσω επισφαλών δανείων και η σταδιακή µετατροπή τους σε άλλα χρηµατιστηριακά προϊόντα, τα οποία τελικά αποδείχθηκαν τοξικά, µετέτρεψε την κερδοσκοπία πάνω στη γη σε παράγοντα διεθνούς αποσταθεροποίησης.
Η κερδοσκοπική εκµετάλλευση της γης από τελεί παραδοσιακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας παραγωγής του χώρου στον ευρωπαϊκό νότο (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία), όπου ο κατασκευαστικός κλάδος συνιστούσε διαχρονικά έναν από τους κρισιµότερους τοµείς της οικονοµίας και έχει χρησιµοποιηθεί ως µέσο αναζωπύρωσής της σε διάφορες περιόδους. Στις περιοχές αυτές, τα νοικοκυριά στρέφονταν παραδοσιακά στην αγορά ακινήτων ως εξασφάλιση για το µέλλον της οικογένειάς τους, τόσο λόγω νοοτροπίας, όσο και ως επένδυση την οποία θεωρούσαν πολύ ασφαλέστερη από µετοχές ή άλλου είδους χρηµατιστηριακά προϊόντα. Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου η οικιστική παραγωγή χαρακτηριζόταν διαχρονικά από εντατικούς ρυθµούς και ιδιαίτερα ψηλές τιµές γης και ακινήτων, η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και η µείωση της αξίας τους εκδηλώθηκε µάλλον ως επίπτωση της οικονοµικής ύφεσης παρά ως συστατικό ή γενεσιουργό στοιχείο της κρίσης. Η κατακόρυφη µείωση των εισοδηµάτων και άρα των δυνατοτήτων επένδυσης, η αδυναµία αποπληρωµής των δανείων και η συνεχόµενη αύξηση των υπερχρεωµένων νοικοκυριών, σε συνδυασµό µε την υπερβολική αύξηση της φορολογίας στη µικροµεσαία ακίνητη περιουσία και την υποχώρηση του κράτους από τη χρηµατοδότηση έργων υποδοµής, οδήγησαν στην κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και την ακύρωση του παραδοσιακού ρόλου του κατασκευαστικού κλάδου ως ισχυρού πυλώνα της ελληνικής οικονοµίας.
Η κατάσταση αυτή, εκτός από τις επιπτώσεις που µπορεί να έχει στο σύστηµα παραγωγής κατοικίας και υποδοµών και τις αλλαγές που µπορεί να επιφέρει στο χάρτη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ανάλογα µε τον πολιτικό χειρισµό του ζητήµατος της δηµόσιας ακίνητης περιουσίας, της φορολόγησης των ακινήτων και της διαχείρισης των µη εξυπηρετούµενων στεγαστικών δανείων, συνδέεται άµεσα και µε το γενικότερο ζήτηµα της υποβάθµισης των συνθηκών διαβίωσης ευρύτερων κοινωνικών οµάδων και τη δηµιουργία νέου τύπου αστικών προβληµάτων.


…ΤΙ ΣΗΜΑΤΟ∆ΟΤΕΙ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ;

Η προσέλκυση νέων ιδιωτικών επενδύσεων σε εκτάσεις ή ακίνητα που διαχειρίζονται δηµόσιοι οργανισµοί, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προτείνεται συχνά ως µέσο για την αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής λιτότητας. Η στροφή αυτή µπορεί δυνητικά να οδηγήσει στην ανάληψη σηµαντικών πρωτοβουλιών από την πλευρά του κράτους και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα ή αντίθετα να οδηγήσει σε εµπορευµατοποίηση της δηµόσιας ακίνητης περιουσίας µε αρνητικές συνέπειες για το δηµόσιο συµφέρον.
Στην Ελλάδα, η δηµόσια περιουσία αποτέλεσε διαχρονικά εργαλείο προώθησης και υλοποίησης διαφορετικών πολιτικών (πολεοδοµικών, κοινωνικών, οικονοµικών), αλλά και ένα µέσο κοινωνικής ενσωµάτωσης και ελέγχου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, υπήρξε µια προσπάθεια ανάπτυξης µιας πιο συνεκτικής και συγκροτηµένης πολιτικής, µε την εισαγωγή µιας σειράς µέτρων και εργαλείων που είχαν στόχο την ορθολογική διαχείριση και αξιοποίηση της δηµόσιας περιουσίας στο πλαίσιο προώθησης της συνεργασίας δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα.
Πρόσφατα, µε το µεσοπρόθεσµο πλαίσιο δηµοσιονοµικής στρατηγικής 2011-2015, η πολιτική ιδιωτικοποίησης της δηµόσιας περιουσίας απέκτησε επείγοντα χαρακτήρα: κάθε κινητή και ακίνητη ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού ∆ηµοσίου και περιουσιακά στοιχεία δηµόσιων επιχειρήσεων, των οποίων το µετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου άµεσα ή έµµεσα στο δηµόσιο ή σε ΝΠ∆∆, περιήλθε, χωρίς αντάλλαγµα, στη διαχείριση του Ταµείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας ∆ηµοσίου (ΤΑΙΠΕ∆), προκειµένου να αξιοποιηθεί αποκλειστικά για την εξόφληση του δηµόσιου χρέους. Παράλληλα, µε τους συνοδευτικούς νόµους, πχ. Το νόµο για τις “fast truck” επενδύσεις, δηµιουργήθηκε ένα ευέλικτο πλαίσιο χωροθετικών ρυθµίσεων και διαδικασιών υλοποίησης που αφορούν επενδύσεις αξιοποίησης δηµοσίων ακινήτων κατά παρέκκλιση από τα εγκεκριµένα χωροταξικά και πολεοδοµικά σχέδια και τους ισχύοντες όρους και περιορισµούς δόµησης.
Η διαχείριση της δηµόσιας περιουσίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ιστορικά από βασικά προβλήµατα όπως η πολυνοµία φορέων διαχείρισης και αξιοποίησης, το ασαφές θεσµικό πλαίσιο προστασίας, η έλλειψη συγκροτηµένης και ορθολογικής πολιτικής αξιοποίησης για το δηµόσιο συµφέρον, οι αποσπασµατικές επιλογές αξιοποίησης όπου κεντρικό ρόλο παίζουν οι πελατειακές σχέσεις. Η γενικευµένη δυνατότητα ιδιωτικοποίησης που φαίνεται να προωθείται υπό την πίεση της ανάγκης µείωσης του δηµοσίου χρέους, θέτει κρίσιµα ερωτήµατα, όχι απαραίτητα ιδεολογικά, που σχετίζονται µε τα όρια µεταξύ δηµοσίου και ιδιωτικού συµφέροντος, καθώς και µε τη δυνητική λειτουργία της αστικής γης και των ακινήτων ως πλασµατικού κεφαλαίου και τον κίνδυνο αναζωπύρωσης προβληµάτων που οδήγησαν στην παρούσα µορφή της οικονοµικής κρίσης.

… ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Στις τρέχουσες επιστηµονικές και πολιτικές συζητήσεις η ανάλυση της κοινωνικής, οικονοµικής και περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας των περιφερειών και των τόπων, έχει αναδειχθεί ως κεντρική συνιστώσα της ένταξής τους στην παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία. Σε
αυτό το πλαίσιο, η ανθεκτικότητα των πόλεων και η σύνδεσή της µε το χωρικό σχεδιασµό αποτελεί ένα κρίσιµο πεδίο. Οι ίδιες οι πόλεις αναγνωρίζονται ως τµήµατα ευρύτερων περιφερειακών συστηµάτων στα οποία οι επιδράσεις των οικονοµικών διακυµάνσεων σπάνια κατανέµονται οµοιόµορφα.
Την τρέχουσα περίοδο τέθηκε σε δηµόσια διαβούλευση η αναγκαιότητα αλλαγών στο ελληνικό σύστηµα χωρικού σχεδιασµού και η κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να στραφούν αυτές οι αλλαγές. Η πολυδιάστατη αυτή συζήτηση έχει οδηγήσει στη διατύπωση προκαταρκτικών προτάσεων µεταρρύθµισης από την κεντρική διοίκηση, καθώς και στην κατάθεση κριτικών απόψεων από επιστηµονικούς, επαγγελµατικούς και κοινωνικούς φορείς. Ισχυρά επηρεασµένη από το πλαίσιο δηµοσιονοµικής στρατηγικής 2011- 2015, τη συνεπαγόµενη οικονοµική πολιτικήκαι τα µέτρα εφαρµογής της, η επιχειρούµενη µεταρρύθµιση χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της κατάλληλης ισορροπίας µεταξύ ρύθµισης και ευελιξίας, αλλά και µεταξύ αειφορίας, προώθησης των επενδύσεων και διασφάλισης του δηµόσιου συµφέροντος. Με δεδοµένη την τρέχουσα οικονοµική συγκυρία, τη δηµοσιονοµική κατάσταση της χώρας, τις υφιστάµενες αλλά και υπό τροποποίηση οργανωτικές και διοικητικές δοµές, ως βασικό ζητούµενο των αλλαγών αναδεικνύεται η ενδυνάµωση της αποτελεσµατικότητας και αποδοτικότητας του συστήµατος σχεδιασµού.
Ο χωρικός σχεδιασµός θα πρέπει να αναδειχθεί σε θετικό εργαλείο για τη διαχείριση και αξιοποίηση των πόλεων και των τόπων µε όρους οικονοµικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας, κοινωνικής ευηµερίας και συνοχής και περιβαλλοντικής αναβάθµισης
και προστασίας έχοντας ως κεντρική επιδίωξη τη διασφάλιση της ισότιµης πρόσβασης στις ευκαιρίες για ατοµική και συλλογική βελτίωση των συνθηκών και της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Κεντρικό ζήτηµα προς διερεύνηση αποτελεί η συµβολή του χωρικού σχεδιασµού στη δόµηση της ικανότητας αντίστασης, ανάκαµψης ή αναπροσανατολισµού των οικονοµικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών δοµών µιας πόλης προκειµένου να µετριάσει τις επιπτώσεις της κρίσης, να απορροφήσει το αρχικό σοκ και να οδηγήσει σε νέες αναπτυξιακές διαδροµές.

…Η ‘ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ’ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΙ∆ΙΚΩΝ

Τα συστήµατα και οι πρακτικές του σχεδιασµού βασίζονται αλλά και περιορίζονται από το κοινωνικο-πολιτικό και πολιτισµικό πλαίσιο ή τα γνωρίσµατα της κοινωνίας από την οποία πηγάζουν και στην οποία εντάσσονται. Ο σχεδιασµός και το θεσµικό σύστηµα που τον πλαισιώνει, διαµορφώνονται και υφίστανται σε συνάρτηση µε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο ‘παράδοσης’ ή ‘κουλτούρας’, το οποίο χαρακτηρίζει τον τρόπο λειτουργίας εµπλεκοµένων θεσµικών και φυσικών υποκειµένων, καθώς και την αποτελεσµατικότητα και τη σχέση στόχων και αποτελεσµάτων του σχεδιασµού. Αυτή η ‘παράδοση’ σχεδιασµού είναι µια έννοια δυναµική, που αφενός ενσωµατώνει την ετερογένεια των τόπων, τον πλουραλισµό των αξιών και τη διαφορετικότητα συλλογικών και ατοµικών διαδροµών και αφετέρου περιλαµβάνει την ερµηνεία των σκοπών και του περιεχοµένου του σχεδιασµού, τον τρόπο που αναγνωρίζονται και αντιµετωπίζονται τα προβλήµατα, τη χρήση συγκεκριµένων κανόνων, διαδικασιών και εργαλείων ή τους τρόπους και τις µεθόδους συµµετοχής των πολιτών. Με τον τρόπο αυτό η συγκεκριµένη ‘παράδοση’ σχεδιασµού αναδύεται ως αποτέλεσµα συναθροιζόµενων συµπεριφορών, αξιών, κανόνων, προτύπων και πεποιθήσεων, που µοιράζονται και ακολουθούν όσοι εµπλέκονται στο σχεδιασµό, περιλαµβάνοντας τόσο ανεπίσηµες (παραδόσεις, συνήθειες και έθιµα) όσο και επίσηµες (διοικητικές αρµοδιότητες και θεσµικό πλαίσιο) πτυχές του σχεδιασµού.
Στην Ελλάδα, στοιχεία της ‘παράδοσης’ σχεδιασµού αποτελούν η κυριαρχία ενός ισχυρά συγκεντρωτικού ρυθµιστικού και κανονιστικού πλαισίου, η απουσία εργαλείων στρατηγικού σχεδιασµού, η ανεπάρκεια των µηχανισµών δηµόσιας διαβούλευσης και συµµετοχής, οι αδιαφανείς µορφές διαµεσολάβησης συµφερόντων και η έλλειψη επαρκών µηχανισµών υποστήριξης, ελέγχου και παρακολούθησης της εφαρµογής του χωρικού σχεδιασµού. Η τρέχουσα οικονοµική κρίση επιτάσσει να γίνουν µεγάλες και καθοριστικής σηµασίας αλλαγές στο ισχύον σύστηµα χωρικού σχεδιασµού, ώστε ο σχεδιασµός να γίνει περισσότερο ευέλικτος, καινοτόµος και επιχειρησιακός. Στο πλαίσιο της κρισιµότητας του σχεδιασµού για τη διαχείριση της οικονοµικής κρίσης και των νέων ρόλων των εµπλεκοµένων στα διαφορετικά επίπεδα του χωρικού σχεδιασµού, αναµένονται δραστικές αλληλεπιδράσεις µε την τρέχουσα ‘παράδοση’ σχεδιασµού.
Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της οικονοµικής συγκυρίας, οι πολεοδόµοι και χωροτάκτες, ειδικότερα, καλούνται να δράσουν ως ενορχηστρωτές των διαδικασιών του χωρικού σχεδιασµού των πόλεων, αναγνωρίζοντας τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις µεταξύ οικονοµικών, κοινωνικών, πολιτισµικών και περιβαλλοντικών σχέσεων. Οι προοπτικές ανάπτυξης κάθε πόλης θα πρέπει να διατυπώνονται σε συνάρτηση µε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είτε πρόκειται για αδυναµίες είτε για πλεονεκτήµατα, απέναντι στις απειλές και τις ευκαιρίες που προκαλεί, πολλαπλασιάζει ή µεγεθύνει η οικονοµική κρίση.

…ΝΕΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ∆ΙΚΑΙΗΣ ΠΟΛΗΣ

Οι πόλεις υπήρξαν ανέκαθεν τόποι εκδήλωσης αστικών κινηµάτων, άλλοτε µεγαλύτερης και άλλοτε µικρότερης εµβέλειας, ως αποτέλεσµα των κοινωνικών αντιθέσεων και των διεκδικήσεων συγκεκριµένων κοινωνικών οµάδων. Κατά την τρέχουσα οικονοµική κρίση, οι κοινωνικές εντάσεις πολλαπλασιάστηκαν και εκδηλώθηκαν αρκετές φορές µέσα από πολιτικές αντιπαραθέσεις ή/και βίαιες συγκρούσεις, συχνά σε συνδυασµό µε την αµφισβήτηση του συνολικού οικονοµικού και πολιτικού συστήµατος, ιδιαίτερα στις µεγάλες πόλεις του ευρωπαϊκού νότου. Σε πολλές περιπτώσεις τα σύγχρονα αστικά κινήµατα συνδέθηκαν µε την αναζήτηση εναλλακτικών µορφών συλλογικής οργάνωσης, όπως διάφορες µορφές κοινωνικής οικονοµίας, ως µέσο εξόδου από την κρίση. Η ανάγκη αντιµετώπισης των πρόσθετων κοινωνικών και γεωγραφικών αδικιών και ανισοτήτων που προκαλεί η τρέχουσα κρίση καθιστά επίκαιρο το ζήτηµα της δίκαιης πόλης, µιας πόλης που εξασφαλίζει την ισότιµη πρόσβαση όλων των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, στις ευκαιρίες και τις εξυπηρετήσεις που προσφέρει η πόλη. Καθώς η αναζήτηση της δίκαιης πόλης συνδέεται µε ζητήµατα νοµιµοποίησης της εξουσίας και κατανοµής του παραγόµενου κόστους και οφέλους, δεν υπάρχουν εύκολες και αναµφισβήτητες απαντήσεις.
Ένα πειστικό όραµα µιας δίκαιης πόλης θα πρέπει να εξηγήσει πώς θα επιτύχει ταυτόχρονα κοινωνική ευηµερία και ισότητα, προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης που οδηγούν στη δηµιουργία θέσεων εργασίας και προωθούν την κοινωνική συνοχή. Η δίκαιη πόλη θα πρέπει να ενσωµατώσει δηµιουργικά όλες τις κοινωνικές οµάδες πέραν του αυτονόητου ενδιαφέροντος για τις µη προνοµιούχες οµάδες. Η σύνθεση των επιδιώξεων όλων των κοινωνικών οµάδων και η ισότιµη πρόσβαση στις ευκαιρίες της αστικής ανάπτυξης σε σχέση µε την επιδίωξη πραγµατικής ισότητας θα πρέπει να αποτελέσουν τον άξονα του οράµατος της δίκαιης πόλης. Η συµµετοχή στις αποφάσεις και ο δηµοκρατικός πλουραλισµός δεν αρκούν ούτε για να άρουν την κυριαρχία οµάδων που διαθέτουν περισσότερες πηγές δύναµης και γνώσης ούτε για να αποτρέψουν τις ακραίες καταστάσεις και συµπεριφορές όπως είναι ο κοινωνικός αποκλεισµός και η άσκηση βίας. Η δίκαιη πόλη θα πρέπει να επιλύει θεσµικά και συναινετικά τα ζητήµατα που αναπόφευκτα θα προκύπτουν, µέσω της αναγνώρισης και του σεβασµού των βασικών ανθρώπινων δικαιωµάτων, τα οποία δεν θα µπορούν να περιορίζονται ούτε από συγκυριακές πλειοψηφίες ούτε από δυναµικές µειοψηφίες.

Η εφαρµογή των αρχών της δίκαιης πόλης συνεπάγεται συνεχή αξιολόγηση των αποτελεσµάτων, αλλά και κατανόηση του γεγονότος ότι η πραγµατοποίηση των οραµάτων συνδέεται µε τα πραγµατικά δεδοµένα. Στο βαθµό που οι οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές διαφορές και συγκρούσεις παράγονται από εγγενείς δοµές και αντιφάσεις της αστικής ανάπτυξης, το αίτηµα για µια δίκαιη πόλη, θα αποτελεί επίκαιρο και διαρκές αίτηµα αυτογνωσίας και κριτικού αναστοχασµού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιώργος Σιακαντάρης: Μεταπολιτική - Το σημερινό όνομα του παλαιού νεοφιλελευθερισμού

Αναδημοσίευση από i-eidiseis.gr  31.10.2023 Η δυτική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν απειλείται πλέον από συνταγματάρχες, πραξικοπήματα κα...